4. Καὶ αὐτή, λογιάζοντας πὼς ἦταν οἱ γονέοι της ἔτρεχε ἐδῶ καὶ ἐκεῖ,

5. ἀνοιγοκλειώντας τὴ φούχτα κάτι νἅβρει γιὰ διαφέντεψη, καὶ ηὕρηκε τὸ ζωνάρι, καὶ μὲ κεῖνο ἄρχισε νὰ χτυπάει.

6. Καὶ ὅσο ἐχτυποῦσε, τόσο οἱ μύγες ἐβουίζανε, καὶ τόσο αὐτὴ ἐκατατρόμαζε, ὅσο ποὺ τέλος πάντων ἔχασε τὸ νοῦ της ὁλότελα.

7. Γιατὶ τρέχοντας μὲ τὸ πουκάμισο, ποὺ ἡ φιλαργυρία τὄχε κάμει κοντό, ἔτρεξε τὸ μάτι της στὸν καθρέφτη,

8. καὶ ἐσταμάτηξε καὶ δὲν ἐγνώρισε τὸν ἑαυτό της, καὶ ἅπλωσε τὸ δάχτυλο καὶ ἀναγέλασε:

9. «Ὦ κορμί, ὦ κορμί! Τί πουκάμισο! Ἔ, καταλαβαίνω ἐγώ. Κἂν ποιὸς πονηρὸς μπορεῖ νὰ μοῦ κρύψει τὴν πονηριά του; Ἐκεῖνο τὸ πουκάμισο μὲ κάνει νὰ καταλάβω πὼς καμώνεται τρέλα γιὰ νἆν ἕτοιμος νὰ κριματίσει.

10. »Ἀλλά ποιὸς νἆναι; Μὰ τὴν ἀλήθεια ποὺ τῆς μοιάζει ὀλίγο. Ἄα! εἶσ᾿ ἐσὺ μπομπόκορμο, βρωμοπόρνη, μυγόχεσμα τοῦ σπιταλιοῦ, τσίπλα τῆς γουρούνας, σκατή, γαϊδούρα, κροπολόγα.

11. »Νά, τέλος πάντων, ὅ,τι σου προφήτεψα, καὶ οἱ φίλοι σου οἱ ἀγαπημένοι. Δὲ σόμεινε μήτε δισκάρι νὰ διακονεύεις μὲ δαῦτο.

12. »Εἶσαι στὰ χέρια μου. Τί θέλεις; Νὰ σοῦ κάμω ψυχικό; Τώρα στὸ κάνω. Νὰ ἰδῶ ἄ σοῦ μείνει φωνὴ νὰ πεῖς πὼς εἶμαι μουρλή».