14. Καὶ ἑτοιμαζότουνα νὰ φωνάξει δυνατὰ γιὰ νὰ δείξει πῶς δὲν ἀπέθανε, ἀλλὰ ἰδοὺ προβαίνει ἀπὸ τὴν κάσα μία κεφαλὴ γυναικεία φθαρμένη καὶ αὐτὴ ἀπὸ τὸ τηχτικό, ποὺ ἀγκαλὰ καὶ πλέον ἡλικιωμένη πολὺ τῆς ἔμοιαζε.

15. Πηδάει στὴ ζερβιά του κρεβατιοῦ, ἀλλὰ ἐχτύπησε τὴ μούρη της σὲ μιὰν ἄλλη κάσα, καὶ ὄξω ἀπὸ αὐτὴ ἕνα κεφάλι γέρου, καὶ ἤτανε ὁ γέρος ποὺ ἐγνώριζα.

16. Καὶ τὸ πρόσωπο τοῦ γέρου ἤτανε σὰν τὸν τζίτζικα, καὶ τῆς παιδούλας σὰν τὴν ἔκλειψη τοῦ φεγγαριοῦ, καὶ τῆς γραίας σὰν τ᾿ ἄγρια μεσάνυχτα.

17. Καὶ ἔτσι ἐγνώρισα ὅτι ἔμελλε τῆς γυναικὸς βρεθεῖ πρὶν ξεψυχήσει ἀνάμεσα στὸν πατέρα της καὶ στὴ μάνα της καὶ στὴ θυγατέρα της.

18. Καὶ ἔφριξα καὶ ἔστριψα στὴν ἀντίκρυ μεριὰ τὸ πρόσωπό μου, καὶ ἐξανάσανε τὸ μάτι μου στὸν καθρέφτη, ὁ ὁποῖος δὲν ἔδειχνε παρὰ τὴ γυναίκα μοναχὴ καὶ ἐμὲ καὶ τὸ φῶς.

19. Γιατὶ τὰ σώματα τῶν ἄλλων τριῶν ἡσυχάσανε στὸ μνῆμα τους, ἀπὸ τὰ ὁποῖα θὰ πεταχθοῦν ὅταν βαρέσει ἡ Σάλπιγγα,

20. μαζὶ μ᾿ ἐμέ, τὸ Διονύσιο τὸν Ἱερομόναχο, μαζὶ μὲ τὴ γυναίκα τῆς Ζάκυνθος, μαζὶ μὲ ὅλα τὰ τέκνα τοῦ Ἀδὰμ στὴ μεγάλη κοιλάδα τοῦ Ἰωσαφάθ.