10. Καὶ ἐκοίταξα ἀνάερα γιὰ νὰ ξανοίξω ποὖθεν ἐβγαίνανε αὐτὲς οἱ φωνές, καὶ δὲν εἶδα παρὰ τοὺς δυὸ χοντροὺς καὶ μακρίους πέρονους ποὺ ἐβγαίνανε ἀπὸ τὸν τοῖχο, στοὺς ὁποίους ἀκουμποῦσε ὁ καθρέφτης δεμένος ἀπὸ τὴ μέση.

11. Καὶ ἀναστενάζοντας βαθιά, καθὼς κάνει ὁ ἄνθρωπος ὁποὺ βρίσκεται γερασμένος, ἀγρίκησα μυρωδία ἀπὸ λείψανο.

12. Καὶ ἐβγήκα ἀπὸ κεῖ καὶ ἐκοίταξα τριγύρω καὶ εἶδα.

13. Εἶδα ἀντίκρυ ἀπὸ τὸν καθρέφτη στὴν ἄκρη τῆς κάμερας ἕνα κρεβάτι, καὶ κοντὰ στὸ κρεβάτι ἕνα φῶς. Καὶ ἐφαινότουνα πῶς δὲν ἤτουνα μὲς στὸ κρεβάτι τίποτες, καὶ ἀπάνου ἤτανε πολλὴ μύγα κουλουμωτή.

14. Καὶ ἀπάνου στὸ προσκέφαλο εἶδα σὰ μιὰ κεφαλὴ ἀκίνητη καὶ καὶ λιανὴ σὰν ἐκεῖνες ποὺ κάνουνε στὰ χέρια καὶ στὰ στήθια οἱ πελαγίσιοι με τὸ βελόνι.

15. Καὶ εἶπα μέσα μου: Ὁ Κύριος μοῦ ἔστειλε ἐτούτη τὴ θέα γιὰ σύμβολο σκοτεινὸ τῆς θέλησής του.

16 Γιὰ τοῦτο ἐγώ, παρακαλώντας θερμὰ τὸν Κύριον νὰ καταδεχτεῖ νὰ μὲ βοηθήσει γιὰ νὰ καταλάβω αὐτὸ τὸ σύμβολο, ἐσίμωσα τὸ κρεβάτι.

17. Καὶ κάτι ἀναδεύτηκε μὲς στὰ σεντόνια τὰ λερωμένα καὶ ξεντερολοϊσμένα καὶ αἱματωμένα.