1. Καὶ ἐκοίταξα τριγύρου καὶ δὲν ἔβλεπα τίποτες καὶ εἶπα:
2. Ὁ Κύριος δὲ θέλει νὰ ἰδῶ ἄλλο. Καὶ γυρίζοντας τὸ πρόσωπο ὁποὺ ἦταν οἱ πλάτες μου ἐκίνησα γιὰ νὰ πάω στὸν Ἅι-Λύπιο.
3. Ἀλλὰ ἄκουσα νὰ τρέμει ἡ γῆς ἀπὸ κάτου ἀπὸ τὰ πόδια μου, καὶ πλῆθος ἀστραπὲς ἐγιόμοζαν τὸν ἀέρα πάντα αὐξαίνοντας τῇ γοργότητᾳ καὶ τῇ λάμψῃ. Καὶ ἐσκιάχθηκα, γιατὶ ἡ ὥρα ἤτανε κοντὰ στ᾿ ἄγρια μεσανύχτια.
4. Τόσο, ποὺ ἔσπρωξα ὀμπρὸς τὰ χέρια μου, καθὼς κάνει ὁ ἄνθρωπος ὁποὺ δὲν ἔχει τὸ φῶς του.
5. Καὶ εὑρέθηκα ὀπίσω ἀπὸ ἕναν καθρέφτη, ἀνάμεσα σ᾿ αὐτόνε καὶ στὸν τοῖχο. Καὶ ὁ καθρέφτης εἶχε τὸν ψῆλο τοῦ δώματος.
6. Καὶ μιὰ φωνὴ δυνατὴ καὶ ὀγλήγορη μοῦ ἐβάρεσε τὴν ἀκουὴ λέγοντας:
7. Ὦ Διονύσιε Ἱερομόναχε, τὸ μέλλοντα θὲ νὰ γίνει τώρα γιὰ σὲ παρόν. Ἀκαρτέρει καὶ βλέπεις ἐκδίκησην Θεοῦ.
8. Καὶ μιὰ ἄλλη φωνή μου εἶπε τὰ ἴδια λόγια τραυλίζοντας.
9. Καὶ αὐτὴ ἡ δεύτερη φωνὴ ἤτανε ἑνοῦ γέρου ποὺ ἀπέθανε καὶ εἶχα γνωρίσει. Καὶ ἐθαύμαξα γιατὶ ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ποὺ ἄκουσα τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου νὰ τραυλίζει. Καὶ ἄκουσα ἕνα τρίτο μουρμουρητὸ ποὺ ἐφαινότουνα μία φυσηματιὰ μὲς στὸν καλαμιώνα, ὅμως δὲν ἄκουσα λόγια.
Σελ. 12345678910111213141516171819202122232425262728