Ξάφνου τὰ νέφη ὡς σκίζει τὸ φεγγάρι,
ἀπ᾿ τὸν ψηλὸ καγκελλωτὸ φεγγίτη,
θεία χάρη, μιὰ δέσμη κατεβαίνει μὲς στὸ σπίτι.
Δέσμη ἀπὸ φῶς, σὰν φίλημα ἐλαφρό,
στὰ θεῖα μαλλιὰ τοῦ Ναζωραίου, φωτοστεφάνι.
Μὰ κι ἕνας ἤσκιος ἀπ᾿ τὰ κάγκελα, ποὺ κάνει
πίσω ἀπ᾿ τοὺς ὤμους Του, στὸν τοῖχο, ἕνα σταυρό.

Μὲ πόνο οἱ μαθητάδες τοῦ Κυρίου,
ποὺ τρέμει στῶν ματιῶν τους τὸ ἀκροκλώνι,
τὸ σύμβολο κοιτοῦν τοῦ μαρτυρίου,
Κι ἐκεῖνος μὲ χαμόγελο γλυκὸ
στὸ δεῖπνο τὸ στερνό, τὸ μυστικό,
σκορπάει τὸ θάρρος κι ἐμψυχώνει.
Κι ἔξω, στὰ σκότη τῆς νυχτιᾶς, τρεμάμενος, καταραμένος,
τὴν ὥρα αὐτὴ τὴν ἴδια, τρικλίζει ἀκόμα ὁ Ἰούδας παγωμένος.
Κι ἀγκομαχώντας, ζώνεται τὰ φίδια,
ξεσκίζοντας τ᾿ αὐτιά του, γιατί ὁ λόγος, ὁ λόγος τοῦ Ἄκακου
στριφογυρίζει ἀκόμα μέσα σὰν ξερόφυλλο
ποὺ τὸ σαρώνουν ξεροβόρια:
«Δικός μου ἐσὺ καὶ στέκεις τόσο χώρια…».