Κατάχλωμος ὁ Ἰούδας σὰν σουδάρι,
ἁπλώνει τὸ ποτήρι του νὰ πάρῃ.
Μὰ τὸ ποτήρι πέφτει ἀπὸ τὴ φούχτα του καὶ πλέρια
βάφει μὲ τ᾿ ἄλικο πιοτό, τὸ δυνατό,
τοῦ Ναζωραίου τὰ θεῖα χέρια.
Χαμογελᾷ ὁ Χριστός. Μὰ τοῦ Ἰσκαριώτη
πόσο δονεῖται ἀκόμα τὸ κορμί!
Τῆς προδοσίας βαρὺ τὸ κρῖμα… Καὶ μὲ ὁρμὴ
τὸν σπρώχνει νὰ χαθῇ σκυφτὸς στὰ σκότη.
ΙΙ
Ὡραῖος, καθὼς τοῦ ἥλιου ἀνατολή,
ἀνάμεσα ὁ Χριστὸς στοὺς μαθητάδες,
ὀρθώνεται καὶ πάλι ἀργομιλεῖ:
«Τὸ αἰώνιο εἶμαι τὸ φῶς καὶ σεῖς λαμπάδες…
Στὰ χείλη ἡ προσευχὴ πρὶν ἀνεβῇ,
τὴν πόρνη, ἂς συχωρέσουν, τὸν τελώνη.
Μὲ ἀνόμους θὰ περάση καὶ ὁ Ραββί.
Τὴν πρώτη πέτρα ὁ ἀναμάρτητος σηκώνει.
Ἀγάπη κόσμου ὁ νικητής. Κι ἐγὼ ἡ πηγὴ
γιὰ ὅποιον διψᾷ στοργὴ δικαιοσύνη.
Εἰρήνη… Ἂν ἀψηλώσω ἀπὸ τὴ γῆ,
ἕνα μὲ τ᾿ ἄστρα κι ἡ ψυχή σας θέλει γίνει»
Εἶπε κι ἀνάβλεψε τὰ μάτια του ὁ Χριστός.
«Πατέρα μου, κι ἡ ἀγάπη Σου ἂς πληθαίνῃ.
Σὲ μὲ ἔθνη καὶ λαοὶ καὶ ἡ οἰκουμένη.
Τὸ ἔργο μου ἐτελείωσε. Καὶ νά,
τώρα ὁ δικός μου ὁ διαλεχτὸς στὰ σκοτεινὰ
τοῦ ξεροπόταμου τῶν Κέδρων περιμένει».