Ὁ Μυστικὸς Δεῖπνος

Ι

Καὶ λέει ὁ Ναζωραῖος στοὺς μαθητάδες:
«Τὸ αἰώνιο εἶμαι τὸ φῶς καὶ σεῖς λαμπάδες
Φῶς ἀπὸ φῶς, στὰ σκότη,
ἐσεῖς πιστοὶ ὁδηγοὶ καὶ οἱ πρῶτοι
καταλυτὲς τῶν γήινων θρήνων,
ποὺ θεῖο μήνυμα θὰ φέρετε παντοῦ,
κι ἀκόμα κι ὣς τὴ χώρα τῶν Ἑλλήνων.
Τοῦ δείπνου μας χαρῆτε ἀπόψε τὴ χαρά.
Καὶ τὴν καρδιὰ στυλώσετε γερὰ
μὲ τὸ ψωμὶ καὶ τὸ κρασί,
ποὺ αἷμα καὶ σῶμα εἶναι δικό μου,
μὴν ἀποστάσετε χλωμοὶ
μὲς τὴν ἀνηφοριὰ τοῦ δρόμου».

Καὶ λέει στὸν Ἰσκαριώτη: «Ἐσύ,
τοῦτο τὸ ξέχωρο ὁλοκόκκινο κρασὶ θὰ πάρῃς,
τὰ φλογισμένα χείλη νὰ δροσίσῃς,
πρὶν στὸ Ραββὶ ἕνα φίλημα χαρίσῃς.
Δικός μου ἐσὺ καὶ στέκεις τόσο χώρια!…»

Ὁ Ἰούδας σκύβει,
πὼς τάχα τὸ ψωμὶ θέλει νὰ κόψῃ.
Τὰ φρύδια κατεβάζει, ἔτσι ποὺ κρύβει μὲ στενοχώρια
τὸ φόβο, ὡς καθρεφτίζεται στὴν ὄψη.

Καὶ λέγει του ξανὰ ὁ Χριστός: «Ἂς γίνῃ,
ὅ,τι γραμμένο ὑπάρχει νὰ γενῇ.
Νύχτα εἶν᾿ ἀκόμη σκοτεινὴ
καὶ -μὴ φοβᾶσαι- εἶναι γεμάτοι καλωσύνη
τῆς Ἰουδαίας οἱ κρίκοι.
Κι εἶν᾿ ὅλο ἀγάπη τὸ τριφύλλι,
κι ἀνθεῖ κατάσπρο στὴν πλαγιὰ τοῦ Γολγοθᾶ τὸ χαμομήλι.
Σύρε καὶ μὴν ἀργεῖς.
Χτυπάει ἐπίμονα ἡ καρδιὰ τῆς γῆς.
Σύρε πιὸ γρήγορα, ἀκουμπώντας στὸ ραβδί,
πρὶν βγῇ καὶ τὸ φεγγάρι καὶ σὲ ἰδῇ.»