Στὴ γωνιά μας κόκκινο
τ᾿ ἀναμμένο τζάκι.
Τοῦφες χιόνι πέφτουνε
στὸ παραθυράκι.

Ὅλο ἀπόψε ξάγρυπνο
μένει τὸ χωριό,
καὶ κτυπᾶ Χριστούγεννα
τὸ καμπαναριό.

Ἔλα, Ἐσὺ ποὺ Ἀρχάγγελοι
σ᾿ ἀνυμνοῦνε ἀπόψε,
πάρε ἀπὸ τὴν πίττα μας,
ποὺ εὐωδιᾶ καὶ κόψε.

Ἔλα, κι ἡ γωνίτσα μας
καρτερεῖ νὰ ῾ρθεῖς.
Σοὔστρωσα, Χριστούλη μου,
γιὰ νὰ ζεσταθεῖς.