– Ἅμα μὲ εἶδεν, εἶπεν ὁ Σταμάτης, ἔκαμε νὰ κρυφτῇ. Ἐγὼ ἔτρεξα κατόπι του, τὸν ἐχαιρέτισα, καί, γιὰ νὰ τὸν φουρκίσω, ἄρχισα νὰ τὸν λιβανίζω μ᾿ αὐτὴν τὴν πετσέτα, ποὺ κουδούνιζαν μέσα οἱ πεταλίδες… Νά, πῶς τοῦ ἔκαμα!

Καὶ ἀποσπάσας τὴν ποδιάν, τὴν περιέχουσαν τὰ θαλασσινὰ εἴδη, ἀπὸ τὴν μέσην του, ἔκαμε πῶς λιβανίζει μ᾿ αὐτὸ τὴν θειὰ Μολώτα, ἥτις ἀφῆκεν ἄναρθρον κραυγὴν διαμαρτυρίας.

– Ἔλα! θὰ ἡσυχάσης, βρὲ πειρασμέ; ἔκραξεν ὀργίλη ἡ Ἀφέντρα.

Εἰς τὸν Ἅϊ-Γιάννην, ἅμα ἐνύκτωσε, εἶχε φθάσει μὲ ὅλον τὸ ἀσκέρι του, γυναῖκα, παιδιὰ καὶ παραγυιούς του, ὁ μεγαλοβοσκὸς Γιάννης ὁ Μπαρέκος, καθὼς κι ὁ Κώστας ὁ Πηλιώτης, ἄλλος τσομπάνος μὲ τὴν φαμίλια του, κι᾿ ὁ Ἀγγελῆς ὁ Πολύχρονος, μὲ ὅλον τὸ ὄρδινό του. Εἶχαν ἀνάψει μεγάλην φωτιά, κ᾿ ἐκάθισαν εἰς τὸ ὕπαιθρον, παρὰ τὸν βόρειον τοῖχον τοῦ ναΐσκου, καὶ διηγοῦντο παλαιὰ χρονικὰ τοῦ ποιμενικοῦ κόσμου, κ᾿ ἐκύτταζαν τοὺς ἀστερισμοὺς καὶ τὴν Πούλια, πότε θὰ φθάση στὴν μέσην τ᾿ οὐρανοῦ, διὰ νὰ εἶνε μεσάνυχτα, καὶ πότε θὰ φθάση, εἰς ἐν δυτικὸν σημεῖον, διὰ νὰ φέξῃ. Κ᾿ ἐπερίμεναν τὸν παπάν, πότε νὰ ἔλθῃ, διὰ νὰ τοὺς κάμῃ Ἀνάστασιν. Ἦτον δὲ μεσάνυχτα ἤδη, καὶ ὁ παπὰς δὲν εἶχεν ἔλθη.