– Καὶ ἅμα εἶπεν, ἔκυψε καὶ ἄρχισε νὰ κάμνῃ λοξὰ πατήματα, μεταξὺ τῶν τριῶν γυναικῶν. Μὲ τὴν κεφαλήν του ἐκτύπησε τὸ πλευρὸν τῆς Μολώτας, μὲ τὴν πλάτην του ἔπληξε τὸν ἀγκῶνα τῆς Φωλιῶς, καὶ μὲ τὴν πτέρναν του ἐπάτησε τὴν γόβα τῆς Ἀφέντρας.

Αἱ τρεῖς γυναῖκες, μισοθυμωμέναι, ἐγέλασαν.

– Ζουρλάθηκες, βλέπω: δὲν εἶσαι καλά! εἶπεν ἡ Ἀφέντρα.

Καὶ σηκώσασα μὲ τὴν ἀριστερὰν χεῖρα τὸ κανάτι της, ἐκολάφισεν ἐλαφρὰ τὴν κεφαλὴν τοῦ Σταμάτη, ὅστις ἐφάνη νὰ ἐγοητεύθῃ.

– Ὢ! τί δροσιά, μωρὲ Σταματρίζενα! εἶπε. Δῶσε μου ἄλλη μιά!

– Πᾶμε! νυχτώσαμε, ἔκαμεν εἰς ἀπάντησιν ἡ Ἀφέντρα.

Καὶ πάραυτα ἐξεκίνησαν. Τότε ὁ Σταμάτης, ἀφοῦ ἔδραξε, χωρὶς νὰ εἴπῃ τίποτε, τὴν μεγάλην στάμναν, τὴν ὁποία ἄλλως θὰ ἐφορτώνετο ἡ Ἀφέντρα, ἐφιλοτιμήθη νὰ τρέξῃ πρῶτος, ὡς ἐμπροσθοφυλακή. Εἰς τὸν δρόμον ἄρχισε νὰ διηγῆται.

– Νὰ ξέρατε ποιὸν ηὕρα, τώρα, στὸ δρόμο π᾿ ἀνέβαινα… πρὶν σᾶς ἐνταμώσω στὴ βρύσι.

– Ποιὸν ηὖρες, εἶπεν ἡ Ἀφέντρα. Τὸν Μπαμπάο, ἢ τὸν Ἀράπη, ἢ τὸν Ἐξαποδῶ;

– Ηὗρα τὸν Ἀλιβάνιστο!

– Ἀλήθεια; γιὰ ῾πές μας.

Ἅμα ἤκουσε τὸ ὄνομα τοῦτο ἡ θεία Μολώτα, ἔκαμεν ἀκούσιον κίνημα, καὶ μὲ δυὸ βήματα ἤλλαξε θέσιν εἰς τὸν δρόμον, κ᾿ ἐτάχθη ἐξ᾿ ἀριστερῶν τοῦ Σταμάτη, διὰ ν᾿ ἀκούῃ καλλίτερα, ἐπειδὴ ἦτο κωφὴ ἀπὸ τὸ ἓν οὖς. Ὁ νέος διηγήθη ὅτι εἰς τὴν ἄκρην τοῦ βουνοῦ, ὄχι μακρὰν τῆς ἀκτῆς, εἶχε περάσει ἀπὸ τὴν κατοικίαν τοῦ ἀλλοκότου ἐκείνου ἀνθρώπου, ὅστις ἀπὸ τριάκοντα ἐτῶν δὲν εἶχε κατέλθη εἰς τὴν πόλιν, κ᾿ ἐμόναζεν εἰς μίαν καλύβην, ἢ μᾶλλον σπηλιάν, τῆς ὁποίας τὸ στόμιον εἶχε κτίσει μὲ τὰς χεῖρας του. Ἔβοσκεν ὀλίγας αἶγας, καὶ δὲν συνανεστρέφετο κανένα ἄνθρωπον, παρὰ μόνον τὸν Μπαρέκον, τὸν μέγαν αἰγοτρόφον τοῦ βουνοῦ, ὅστις εἶχε κοπάδι ἀπὸ χίλια γίδια. Εἰς αὐτὸν ἔδιδε τὸ ὀλίγον γάλα του, λαμβάνων ὡς ἀντάλλαγμα ὀλίγα παξιμάδια, παστὰ ὀψάρια, καὶ πότε κανὲν τρίχινον φόρεμα ἢ μάλλινον σκέπασμα.