– Ἅ! φωτιὰ ποὺ σ᾿ ἔ!… ἔκαμεν αὕτη, ἀναπηδήσασα ὀρθή, καὶ τινάζουσα τὴν ποδιάν της.
Τὸ πρᾶγμα, τὸ ὁποῖον τῆς εἶχε ρίψει ὁ Σταμάτης, ἦτο τεράστιος ζωντανὸς κάβουρας. Ὁ νέος εἶχε κατέλθη πρὸ δυὸ ὡρῶν εἰς τὸν Μικρὸν Ἀσέληνον. Οὕτως ὠνομάζετο ὁ δυτικὸς αἰγιαλός, μικρὰ ἀγκάλη, ἀντικρύζουσα τὸ Πήλιον. Ἐκεῖ εἶχε γεμίσει τὸ προσόψιον, τὸ ὁποῖον εἶχε περιζωσμένον εἰς τὴν μέσην του, ἀπὸ κοχύλια, πεταλίδες καὶ καβούρια.
– Ἀρέ, ζουρλάθηκες; εἶπεν αὐστηρῶς ἡ Ἀφέντρα. Νὰ κάμῃς τὴν οἰκοκυρὰ νὰ κόψῃ τὸ αἷμα της!
Ὁ Σταμάτης καὶ πάλιν ἐκάγχασε.
– Νὰ μὲ συμπαθᾷς, θεία Μολώτα, εἶπε. Σὰ χωριάτης ποὖμαι, ἔσφαλα. Θέλησα νὰ σοῦ χαρίσω αὐτὸ τὸ καβούρι, γιὰ νὰ κάμῃς μεζὲ ἀπόψε, καὶ μὲ τὸν τρόπο ποὺ σοῦ τὤρριξα στὴν ποδιά σου, σ᾿ ἐτρόμαξα.
– Δὲν τλώου καβούλγια, εἶπεν ἡ Μολώτα. Θὰ μεταλάβου!
– Ἀλήθεια; Τότε, τὸ χαρίζω τῆς Πέρδικας.
– Μεγαλοσαββατιάτικα, καβούρια θὰ φάω; εἶπεν ἡ Φωλιώ.
– Τότε, ἂς τὸ παρ᾿ ἡ Σταματρίζενα, εἶπεν ὁ Σταμάτης.
– Νὰ καβουρώσῃς καὶ κάβουρας νὰ γένῃς! ἀπήντησεν ἡ Ἀφέντρα.
– Μωρέ, εὐχὴ ποὺ μοῦ δίνεις! εἶπεν ὁ Σταμάτης. Ἀκοῦς! νὰ ἤμουν κάβουρας! Πῶς θὰ περπατοῦσα τάχα;