Τέλος, αἱ δυὸ ἐσηκώθησαν, ἔκυψαν διὰ νὰ φορτωθοῦν τ᾿ ἀγγεῖα, καὶ ἦσαν ἕτοιμαι πρὸς ἀναχώρησιν.

Ἀλλὰ τὴν στιγμὴν ἐκείνην, ζωηρὰ φωνὴ ἠκούσθη ἀπὸ τὸ κάτω μέρος, ἀνάμεσ᾿ ἀπὸ τὰ δένδρα.

– Σ᾿ ἔσκιαξα, θεία Μολώτα! εἶπεν ἡ φωνή.

Εἶτα καγχασμὸς ἤχησε, κ᾿ εὐθὺς ἐπαρουσιάσθη εἷς νέος ὑψηλός, ἀμύστακος, ὡς δεκαὲξ ἐτῶν, κρατῶν κάτω τοῦ στέρνου του κάτι ὡς διπλωμένον καὶ τυλιγμένον πρᾶγμα.

– Ἄ! κακὸ νὰ μὴν ἔχῃς! ἔκραξεν ἡ Φωλιῶ. Ἐσὺ ῾σαι, ἀρὲ Σταμάτη;

Δὲν εἶχε νυκτώσει ἀκόμη καλά, κ᾿ αἱ γυναῖκες εἶδαν τὰ χαρακτηριστικά του, ἀφοῦ πρώτον εἶχαν γνωρίσει τὴν φωνήν του. Ἦτον ὁ Σταμάτης τὸ Τρυγονάκι, μάγκας ὀρφανὸς παιδιόθεν, καλόκαρδος, βολικός, ὅστις ἔζη ἐκτελὼν θελήματα ἀνὰ τὴν πόλιν. Ὅταν ὅμως ἦτο πουθενὰ ἐξοχικὸν πανηγύρι, ἄφηνεν ὅλες τὶς δουλειές του, κ᾿ ἔτρεχε πρῶτος μεταξὺ ὅλων τῶν πανηγυριστῶν.

– Νά, ἀπ᾿ τὸν Ἀσέληνο ἔρχομαι, εἶπεν ὁ νέος… φορτωμένος πράμματα, θάμματα… κυττάξετε!

Ἔθεσε τὴν δεξιὰν χεῖρα ἐντὸς τοῦ τυλιγμένου πανίου, τὸ ὁποῖον ἐκράτει, ἔλαβεν ἕνα μαῦρον πρᾶγμα, καί, θέλων νὰ παίξη, τὸ ἔρριψεν εἰς τὴν ποδιὰν τῆς Μολώτας, ἥτις ἐκάθητο ἀκόμη ἐπὶ τῆς πέτρας.