Πηγή μου ζωηφόρος, ποὺ δροσίζεις
μὲ τὸ βαθὺ ποτάμι, μὲ τὸ νᾶμα σου
τόσες ψυχές, καὶ μένα τὴν ψυχή μου·
ὁ κρότος τῶν νερῶν σου μέσ᾿ στὰ ρέμματα
κι ἀνάμεσα στοὺς βράχους, στὰ βουνά,
κι ὡς κάτω, ἕως τὸ κῦμα τῆς θαλάσσης·
ὁ ρόχθος τῶν ὑδάτων σου ἀκούεται.
Καὶ εἶσαι σὺ ἡ Πόλις τοῦ Θεοῦ.
Κι ἀκόμα τὸ ἁγιασμένο σκήνωμα,
ποὺ εὐφραίνεται τὰ ρεύματα
κυλῶντος ποταμοῦ.

Εἶναι μικρό, φτωχὸ τὸ κλησιδάκι σου,
μὰ ἡ χάρις σου εἶναι ἄπειρη κι ἀτέλειωτη.
Ἀτέλειωτη, ὡς τὸ ρεῦμα τῆς πηγῆς σου,
ποὺ χύνεται καὶ χύνεται,
καὶ ἀπὸ κοντὰ ἀθόρυβα
παράδοξα τὸ ρεῦμα σου πληθύνεται.