Πηγή μου ζωηφόρος, ποὺ δροσίζεις
μὲ τὸ βαθὺ ποτάμι, μὲ τὸ νᾶμα σου
τόσες ψυχές, καὶ μένα τὴν ψυχή μου·
ὁ κρότος τῶν νερῶν σου μέσ᾿ στὰ ρέμματα
κι ἀνάμεσα στοὺς βράχους, στὰ βουνά,
κι ὡς κάτω, ἕως τὸ κῦμα τῆς θαλάσσης·
ὁ ρόχθος τῶν ὑδάτων σου ἀκούεται.
Καὶ εἶσαι σὺ ἡ Πόλις τοῦ Θεοῦ.
Κι ἀκόμα τὸ ἁγιασμένο σκήνωμα,
ποὺ εὐφραίνεται τὰ ρεύματα
κυλῶντος ποταμοῦ.
Εἶναι μικρό, φτωχὸ τὸ κλησιδάκι σου,
μὰ ἡ χάρις σου εἶναι ἄπειρη κι ἀτέλειωτη.
Ἀτέλειωτη, ὡς τὸ ρεῦμα τῆς πηγῆς σου,
ποὺ χύνεται καὶ χύνεται,
καὶ ἀπὸ κοντὰ ἀθόρυβα
παράδοξα τὸ ρεῦμα σου πληθύνεται.
Εἴθε καὶ στὴν καρδιά μου, ποὺ ἔχει στραγγιχτῆ,
νὰ δώσει ζωὴ καὶ δύναμιν ἡ χάρις σου.
Ἂν εἶναι ξεχασμένη κι ἔρημη
ὅμως στὸ βράχο ἡ ἐκκλησιά σου εἶναι στημένη
κι αὐτὸς ὁ βράχος μοῦ φαίνεται πῶς εἶναι
κτισμένος ἀπ᾿ τὰ χέρια καὶ τὸ αἷμα σου·
«Καὶ πῦλαι ᾍδου οὐ κατισχύουσιν αὐτοῦ».