– Φίλος καὶ τί θέλεις ἐδῶ; ἠρώτησε μὲ ἀπειλητικὴν φωνήν.

– Τί θέλω; ἐπανέλαβεν ὁ μπάρμπα-Πίπης. Κάθουμαι καὶ φουμάρω τὸ τσιγάρο μου.

– Καὶ δὲν πᾶς ἀλλοῦ νὰ τὸ φουμάρῃς, ρέ; ἀπήντησεν αὐθαδῶς ὁ ἄγνωστος. Ηὖρες τὸν τόπον, ρέ, γιὰ νὰ φουμάρῃς τὸ τσιγάρο σου!

– Καὶ γιατί; ἐπανέλαβεν ὁ μπάρμπα-Πίπης. Τί σᾶς ἔβλαψα;

– Δὲν ξέρω ἐγὼ ἀπ᾿ αὐτά, εἶπεν ὀργίλως ὁ ἀγρότης, ἐδῶ εἶναι ἀποθήκη, ἔχει χόρτα, ἔχει κι ἄλλα πράματα μέσα. Μόνον κότες δὲν ἔχει, προσέθηκε μετὰ σκληροῦ σαρκασμοῦ. Ἐγελάστηκες.

Ἦτο πρόδηλον, ὅτι εἶχεν ἐκλάβει τὸ γηραιὸν φίλον μου ὡς ὀρνιθοκλόπον, καὶ διὰ νὰ τὸν ἐκδικηθῇ τοῦ ἔλεγεν ὅτι τάχα δὲν εἶχεν ὄρνιθας, ἐνῷ κυρίως ὁ ἀγρονόμος διὰ τὰς ὄρνιθάς του θὰ ἐφοβήθη καὶ ὠπλίση μὲ τὴν καραβίναν του.

Ὁ μπάρμπα-Πίπης ἐγέλασε πικρῶς πρὸς τὸν ὑβριστικὸν ὑπαινιγμόν.

– Σὺ ἐγελάστηκες, ἀπήντησεν, ἐγὼ κότες δὲν κλέφτω, οὔτε λωποδύτης εἶμαι, ἐγὼ πηγαίνω στὸν Πειραιὰ ν᾿ ἀκούσω Ἀνάσταση στὸν Ἅγιο Σπυρίδωνα.

Ὁ χωρικὸς ἐκάγχασε.

– Στὸν Περαία; στὸν Ἅϊ – Σπυρίδωνα; κι ἀπὸ ποῦ ἔρχεσαι;

– Ἀπ᾿ τὴν Ἀθήνα.

– Ἀπ᾿ τὴν Ἀθήνα; καὶ δὲν ἔχει ἐκεῖ ἐκκλησίες ν᾿ ἀκούσης Ἀνάσταση;