“Τὸ Γιάννη τὸ Νυφιώτη καὶ τὸν Ἀργύρη τῆς Μυλωνοῦς τοὺς ἔκλεισε τὸ χιόνι ἀπάν’ στὸ Κάστρο, τ’μ πέρα πάντα, στὸ Στοιβωτὸ τὸν ἀνήφορο· τ’ ἀκούσατε;”

Οὕτως ὡμίλησεν ὁ παπα-Φραγκούλης ὁ Σακελλάριος, ἀφοῦ ἔκαμε τὴν εὐχαριστίαν του ἐξ ὀσπρίων καὶ ἐλαιῶν οἰκογενειακοῦ δείπνου, τὴν ἑσπέραν τῆς 23ης Δεκεμβρίου τοῦ ἔτους 186… Παρόντες ἦσαν, πλὴν τῆς παπαδιᾶς, τῶν δυὸ ἀγάμων θυγατέρων καὶ τοῦ δωδεκαετοῦς υἱοῦ, ὁ γείτονας ὁ Πανάγος ὁ μαραγκός, πεντηκοντούτης, οἰκογενειάρχης, ἀναβὰς διὰ νὰ εἴπῃ μίαν καλησπέραν καὶ νὰ πιῆ μίαν ρακιά, κατὰ τὸ σύνηθες, εἰς τὸ παπαδόσπιτο· κι ἡ θειὰ τὸ Μαλαμὼ ἡ Καναλάκαινα, μεμακρυσμένη συγγενής, ἐλθοῦσα διὰ νὰ φέρῃ τὴν προσφοράν της, χήρα ἐξηκοντούτις, εὐλαβής, πρόθυμος νὰ τρέχῃ εἰς ὅλας τὰς λειτουργίας καὶ νὰ ὑπηρετῇ δωρεὰν εἰς τοὺς ναοὺς καὶ τὰ ἐξωκκλήσια.

“Τ’ ἀκούσαμε κι ἡμεῖς, παπᾶ” ἀπήντησεν ὁ γείτονας ὁ Πανάγος, “ἔτσ’ εἴπανε”.

“Τί εἴπανε; Εἶναι σίγουρο, σᾶς λέω” ἐπανέλαβεν ὁ παπα-Φραγκούλης. “Οἱ βλοημένοι, δὲ θὰ βάλουν ποτὲ γνώση. Ἐπῆγαν μὲ τέτοιον καιρὸ νὰ κατεβάσουν ξύλα, ἀπάν’ ἀπ’ τοῦ Κουρουπῆ τὰ κατσάβραχα, στὸ Στοιβωτό, ἐκεῖ ποὺ δὲν μπορεῖ γίδι νὰ πατήση. Καλὰ νὰ τὰ παθαίνουν!”