Εἰσῆλθον εἰς τὸν περίβολον τοῦ ναοῦ καὶ ἐξεφόρτωσαν τὸ ὀνάριον· αἱ γυναῖκες, ροδοκόκκιναι, ξαναμμέναι ἐκ τῆς ὁδοιπορίας, ἀενάως κελαδοῦσαι καὶ καγχάζουσαι, ἐτίναξαν τὰ οὐδόλως κορνιακτισμένα κράσπεδά των, καὶ ἐφόρεσαν ἐπὶ τοῦ κοντοῦ φουστανίου τῆς ὁδοιπορίας τὰς μακρὰς καὶ πολύπτυχους ἐσθῆτας. Ὁ παπὰς ἔριψε κάτω τὴν μίαν ἄκραν του στακτεροῦ ζωστικοῦ του, κι ἐφόρεσεν ἄνωθεν αὐτοῦ τὸ μαῦρον ράσον του. Εἰσῆλθον ὅλοι εἰς τὸν ναὸν κι ἐπροσκύνησαν.

Ἐκ τῶν γυναικῶν, αἱ μὲν συνέλεξαν χαμόκλαδα καὶ ἤναψαν φωτιάν, διὰ νὰ ψήσωσι καφὲν καὶ προσφέρωσιν εἰς τὸν ἱερέα, αἱ δὲ ἔδρεψαν ἐκ τῶν εὐωδῶν θάμνων δέσμας σχοίνων καὶ πριναρίων καὶ φασκομηλεῶν καὶ συνέδεσαν προχείρως διὰ κλωστῆς σκούπας, καὶ ἤρχισαν γοργὰ καὶ στρωτὰ νὰ σκουπίζωσιν, ἄλλαι τὸ ἔδαφος τοῦ ναοῦ, ἄλλαι τὸ προαύλιον. Ὁ ἱερεὺς συνέθεσε σκούπαν ἐκ δάφνης καὶ μύρτου καὶ δενδρολιβάνου, καὶ ἐσάρωσε μόνος του τὸ θυσιαστήριον καὶ ὅλον τὸ ἱερὸν Βῆμα. Δὲν ἔπαυε δὲ νὰ γογγύζῃ καὶ νὰ διαμαρτύρεται ἐναντίον τῆς ἀβελτερίας, ὡς ἔλεγε, τῶν βοσκῶν καὶ τῶν αἰπόλων, αὐτῶν ἐκείνων οἵτινες τὸν εἶχον προσκαλέσει νὰ τοὺς κάμῃ Ἀνάστασιν εἰς τὸ βουνὸν καὶ ἐκ τῶν ὁποίων κανεὶς δὲν εἶχε φανεῖ ἀκόμη· αὐτοὶ προέβαινον ἐνίοτε μέχρι τῆς βεβηλώσεως τοῦ νὰ εἰσάγωσιν, ἴσως ἐν καιρῷ βροχῆς, τὰ θρέμματά των ἐντὸς τῶν ἐξωκκλησίων, ὡς ἠδύνατο νὰ πεισθῇ τις ἐκ τῆς παρουσίας διαφόρων ἰχνῶν τῆς εἰσβολῆς, τὰ ὁποία οὐδ᾿ εἶχον λάβει τὸν κόπον νὰ ἐξαλείψωσιν. Ἔνδοθεν τοῦ ἱεροῦ Βήματος, ἐνῶ ἔκυπτε διὰ νὰ σκουπίσῃ, ἠκούετο ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν ψιθυρίζων μετὰ στεναγμοῦ: