Τὸν τριῶν ὡρῶν δρόμον ἀπὸ τὴν πολίχνην εἰς τὸ ἐξωκκλήσιον εἶχε διανύσει τὸ πρωί, ἀπολείτουργα, ὁ παπα-Διανέλλος, ἀκολουθούμενος ἀπὸ τὰς δυὸ νεωτέρας θυγατέρας του, κορασίδας δέκα καὶ δώδεκα ἐτῶν, καὶ ἀπὸ ὁμάδα ἑπτὰ ἢ ὀκτὼ γυναικῶν φιλεόρτων, προπορευόμενου τοῦ ὄνου του, φορτωμένου τὸ δισάκιον μὲ τὰ ἱερά του παπᾶ. Ὁ ἥλιος ἦτον ὡς δυὸ καλαμιὲς ὑψηλά, ὅταν ἐξῆλθον εἰς τοῦ Γιατροῦ τ᾿ ἀμπέλι· εἶτα ἔφθαναν εἰς τὰ Βουρλίδια, εἶτα ἀνῆλθον ἀσθμαίνοντες εἰς τοῦ Ματαρώνα τὸν Πεῦκον, ὅστις ἵστατο τότε ἀκόμη ἐκεῖ καὶ εὐηργέτει τοὺς ὁδοιπόρους μὲ τὴν παρήγορον σκιὰν τοῦ εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ ὑψώματος, πρὶν ἀσυνείδητος βάρβαρος, μὲ τὴν ἀνοχὴν ἢ τὴν ἐνοχὴν ἐκείνων, τοὺς ὁποίους ὁ πλέον ἄτυχος τῶν λαῶν τοῦ κόσμου ἐκ περιτροπῆς ἐκλέγει ἄρχοντας καὶ προστάτας του, ρίψῃ ἀσπλάχνως κάτω περικαλλὲς δένδρον καὶ ἀπογυμνώσῃ τὸ τοπίον τοῦ μοναδικοῦ στολισμοῦ του.
Σελ. 12345678910111213141516171819202122232425262728293031323334353637383940414243444546474849505152535455565758596061