Ὁ Γιάννης ὁ Μπουκώσης ἔλαβε σιγὰ σιγὰ τὸ μαχαίριον, τὸ ἀπεγύμνωσε ἀπὸ τὸ θηκάριόν του, ἔκοψεν ἐπιτηδείως τεμάχιον ἀπὸ τὴ νεφραμιὰ τοῦ σφακτοῦ, τὸ ὁποῖον ἔπαυσε σχεδὸν νὰ περιστρέφεται, καὶ τὸ κατεβρόχθισεν ἀπλήστως.

Ὁ μπάρμπα-Δημήτρης οὐδὲ παρετήρησε κἂν τὴν κλοπὴν καὶ τὴν λαιμαργίαν τοῦ ἀνθρωπίσκου. Ἐξηκολούθησε νὰ προσέχῃ εἰς τοὺς δυὸ ἐρίζοντας.

«Καὶ εἶναι καὶ μέσα στὸ μπολέτι καθαρὰ γραμμένο», ἔλεγεν ὁ πρῶτος τῶν δύο. «Τὸ πῆγα στὸν πάπα-Λευθέρη ποὺ ξέρει νὰ διαβάζῃ τὰ παλαιὰ γράμματα, καὶ μοῦ τὸ διάβασε τόσες φορές».