Ὁ μπάρμπα-Κωνσταντὸς ἠγέρθη, ἔλαβε τὴν ράβδον του, τὸν τορβᾶν καὶ τὸ κυλίμι καὶ μετέβη εἰς τὸ κελίον τοῦ πατρὸς Ἀζαρία.
Οἱ τρεῖς νεαροὶ βοσκοί, κρατοῦντες τὰς λαμπάδας τῶν χαμηλὰ μὲ τὴν ἀριστεράν, περισκέποντες τὸ φῶς μὲ τὴν δεξιάν, ἀπὸ τῆς προσπνεούσης νυκτερινῆς αὔρας, ἐνῶ ἡ σελήνη, ὑψηλὰ ἀναπλέουσα τὸν οὐρανόν, εἶχε κρυφθεῖ εἰς σύννεφα, ἔτρεξαν πρῶτοι ἐμπρός, ὁ δὲ πρῶτος ἀναγγείλας τὴν εἴδησιν αἰπόλος ἤρχετο ὀπίσω. Κατέβησαν κάτω εἰς τὸ ρέμα, χωρὶς νὰ ἀκούσωσι φωνᾶς, καὶ ἤρχισαν νὰ ὑποπτεύωσιν, ὅτι ὁ πρῶτος βοσκὸς ἴσως εἶχεν «αὐτιασθεῖ» καὶ εἶχεν ἀκούσει φωνάς, μὴ ὑπάρχουσας πράγματι. Ἀλλ᾿ ὁ αἰπόλος διεμαρτύρετο, λέγων, ὅτι δὲν ἠπατήθη, καὶ ὅτι εἶχεν ἀκούσει εὐκρινῶς φωνὴν λέγουσαν: «Ποῦ εἴσαστε; Ποῦ εἴσαστε;»
Σελ. 12345678910111213141516171819202122232425262728293031323334353637383940414243444546474849505152535455565758596061