Τὴν στιγμὴν ἐκείνην ὁ μπάρμπα-Κωνσταντὸς ἔκαμε κίνησιν τινά, ἐμισοξύπνησε, κι ἐγύρισεν ἀπὸ τὸ ἄλλο πλευρόν.

– Χαλάλι νὰ τοῦ γίνῃ, ἐγόγγυσεν ὁ πάτερ-Γαβριήλ. Νυστασμένος μᾶς ἦλθεν ὁ ἄνθρωπος. Θέλω νὰ ξέρω, αὐτοί, κάτω στὸ χωριό, δὲν κοιμοῦνται τάχα, δὲν ἔχουν σπίτια, δὲν ἔχουν κάμαρες; Κινοῦν δυὸ ὧρες δρόμο κι ἔρχονται στὸν Ἅϊ-Χαράλαμπο γιὰ νὰ κοιμηθοῦν; Ταμάμ! Εὐλόγησον, πατέρας!…

Καὶ εἶτα ἔψαλε.

– «Δίδει τὸν οἶνον λιγοστόν…».

Ἀλλ᾿ ὁ μπάρμπα-Κωνσταντός, καίτοι στραφεὶς ἐπὶ τοῦ ἄλλου πλευροῦ, δὲν ἐπανεῦρεν τὸν ὕπνον, ἀλλ᾿ ἀνασηκωθεῖς ἐπὶ τοῦ ἀγκῶνος, ἐγύρισε βλέμμα πρὸς τὸν μοναχὸν καὶ τὸν ἠρώτησε: