Ὅταν, ἀφοῦ ὁ ἱερεὺς ἐξῆλθε τελευταῖος ἀπὸ τῆς λειτουργίας καὶ ἐστρώθη ἡ τράπεζα εἰς τὰ πρόθυρα τοῦ ναοῦ (ἦτον περὶ τὰ γλυκοχαράματα), ὁ μπάρμπα-Δημήτρης ὁ Καμπογιάννης ἐπεχείρησε νὰ τεμαχίσῃ τὸ ψητόν, παρετήρησεν, ὅτι κάτι ἔλειπεν ἀπὸ τὴ νεφραμιά, ἀλλ᾿ ἐκαμώθη, ὅτι δὲν ἐνόησε τίποτε, καὶ ἀποτεινόμενος πρὸς τὸν Γιάννην τὸν Μπουκώσην εἶπε:

«Κοίταξε! Περίεργο… Δὲν εἶναι παράξενο νὰ γεννήθηκε σακάτικο αὐτὸ τὸ ἀρνί, παιδί μου Γιάννη;»

Ἐξηκολούθησεν ἡσύχως νὰ κατακόπτῃ τὸ ψητόν, εἶτα ἐπανέλαβε:

«Πολλὰ παράξενα σημεῖα καὶ θαύματα γίνονται σ᾿ αὐτὰ τὰ στερνὰ χρόνια… Γιὰ βάλε μὲ τὸ νοῦ σου, νὰ φέρνω ἀρνί, σακάτικο γεννημένο ἀπ᾿ τὴ μάνα του, καὶ νὰ μὴν τὸ καταλάβω… Τί νὰ γίνῃ, ἂς ἔχῃ δόξα ὁ Θεός!»

Ὁ Γιάννης ὁ Μπουκώσης δὲν εἶπε γρύ. Ἀλλὰ τὴν τελευταίαν στιγμήν, καθ᾿ ἣν παρετίθετο ἐπὶ τῆς τραπέζης τὸ ψητόν, ὁ μπάρμπα-Δημήτρης ἔκρυψεν ἐπιτηδείως τὶς δυὸ στάμνες τοῦ νεροῦ, ὁποῦ εἶχεν ἀκόμη γεμάτες, κι ἐπαρουσίασεν εἰς τὴν τράπεζαν δυὸ ἄδειες, λέγων, ὅτι δυστυχῶς εἶχε λησμονήσει νὰ στείλῃ ἐγκαίρως εἰς τοῦ Χαιρημονᾶ τὴν βρύσιν νὰ πάρῃ νερόν, καὶ ἦτο ἀνάγκη νὰ ὑπάγῃ τώρα κάποιος.