Ὁ Γιάννης ὁ Μπουκώσης ἔλαβε σιγὰ σιγὰ τὸ μαχαίριον, τὸ ἀπεγύμνωσε ἀπὸ τὸ θηκάριόν του, ἔκοψεν ἐπιτηδείως τεμάχιον ἀπὸ τὴ νεφραμιὰ τοῦ σφακτοῦ, τὸ ὁποῖον ἔπαυσε σχεδὸν νὰ περιστρέφεται, καὶ τὸ κατεβρόχθισεν ἀπλήστως.

Ὁ μπάρμπα-Δημήτρης οὐδὲ παρετήρησε κἂν τὴν κλοπὴν καὶ τὴν λαιμαργίαν τοῦ ἀνθρωπίσκου. Ἐξηκολούθησε νὰ προσέχῃ εἰς τοὺς δυὸ ἐρίζοντας.

«Καὶ εἶναι καὶ μέσα στὸ μπολέτι καθαρὰ γραμμένο», ἔλεγεν ὁ πρῶτος τῶν δύο. «Τὸ πῆγα στὸν πάπα-Λευθέρη ποὺ ξέρει νὰ διαβάζῃ τὰ παλαιὰ γράμματα, καὶ μοῦ τὸ διάβασε τόσες φορές».

«Ἀπὸ μπολετιὰ δὲν ἱδρώνει ἐμένα τὸ μάτι μου», ἀντέλεγεν ὁ δεύτερος. «Σὰν ἔχεις ὄρεξη, δὲν πᾷς στὸν μπαρμπ᾿-Ἀναγνώστη τὸν Ἀγέλαστο, νὰ σοῦ φτιάσῃ ὅσα ψεύτικα μπολετιὰ θέλεις;»

Ὁ Δημήτρης ὁ Καμπογιάννης ἐπρόσεχεν ὅλος εἰς τὴν λογομαχίαν τῶν δυὸ ἀγροτῶν. Ὁ Γιάννης ὁ Μπουκώσης ἔλαβεν ἐκ νέου τὸ μαχαίριον, τὸ ὁποῖον δὲν εἶχεν ἐπιστρέψει εἰς τὸ θηκάριόν του, ἔκοψε δεύτερον, γενναιότερον τεμάχιον ἀπὸ τὸ μισοψημένον σφακτόν, καὶ τὸ καπέπιε μονοκόμματον.

Ἡ ἔρις τῶν δυὸ χωρικῶν ἐξηκολούθει, καὶ ἡ προσοχή, μεθ᾿ ἧς τὴν παρηκολούθει ὁ Καμπογιάννης ἦτο ἀδιάπτωτος. Ὁ Μπουκώσης, ὅστις ἐνόει τὴν μυστηριώδη γλώσσαν τῆς φλάσκας, δι᾿ ἧς αὕτη ἐκάλει τοὺς φίλους της, ὡς κλῶσσα τοὺς νεοσσούς της, ἔκαμεν ἕνα βῆμα μὲ τὸν δεξιὸν πόδα, ἐν σχήματι ὀρθῆς γωνίας, δεύτερον βῆμα μὲ τὸ ἀριστερὸν γόνυ εἰς τὸ ἔδαφος, ἐξηπλώθη τετραποδίζων, ἐπλησίασεν εἰς τὸ σχοῖνον, καὶ λαβὼν τὴν μεγάλην οἰνοβριθῆ φλάσκαν τὴν ἐπλησίασεν εἰς τὰ χείλη του, καὶ ἔπιε γενναίαν δόσιν ἀπνευστί. Εἶτα, φύσει φρόνιμος καὶ γνωρίζων, ὅτι, ἂν ἔκαμεν καὶ τρίτην ἀπόπειραν κατὰ τοῦ σφακτοῦ, ἦτο φόβος νὰ φωραθῇ ἐπιτέλους, ἐπέστρεψε παρὰ τὸν τοῖχον τῆς ἐκκλησίας, ὀλίγον τι ἀπώτερον τῆς πυρᾶς, ἐμαζεύθη κι ἐφαίνετο τόσον ἄκακος καὶ νῆστις, ὡς νὰ μὴν εἶχεν πασχάσῃ ὅλως.