– Ὥστε δὲν ξέρεις καλὰ τὸν δρόμο;

– Ὄχι, ἀλλά…

– Φοβᾶσαι τὰ στοιχειά; ἐκάγχασεν ὁ ἱερεύς.

– Θεὸς νὰ φυλάῃ… Δὲν φοβοῦμαι τίποτε μὲ τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ… Ἀλλὰ ἡ συντροφιὰ εἶναι πάντα καλύτερη.

– Ἂς εἶναι, δὲν μπορῶ νὰ σὲ διώξω… ἔμβα μὲς στὸ κελὶ νὰ ξεκουραστεῖς, καὶ σὰν βγῇ τὸ φεγγάρι, νὰ πᾷς…

– Εὐλόγησον.

Ὁ μπάρμπα-Κωνσταντὸς εἰσῆλθεν εἰς τὸ κελλίον, κι ἐξηπλώθη ἐπὶ τοῦ χαμηλοῦ ἐπεστρωμένου σοφά, μὲ τοὺς πόδας πρὸς τὴν ἑστίαν, ὅπου ἔκαιεν ἀσθενὲς πῦρ ἐτοιμόσβεστον. Ὁ μπάρμπα-Κωνσταντος ἐσκεπάσθη μὲ τὸ κυλίμι, τὸ ὁποῖον ἐκόμιζε, καὶ μετ᾿ ὀλίγα λεπτὰ ἀπεκοιμήθη. Ἦτο δὲ ἤδη νύξ.