– Μὴ στέκεσαι καθόλου, ἐπανέλαβε ὁ Ἅϊ-Χαραλαμπίτης. Τράβα γιατί θὰ νυχτώσεις, καὶ θ᾿ ἀργήσει τὸ φεγγάρι νὰ βγεῖ.
– Τώρα νύχτωσε ποὺ νύχτωσε, εἶπεν ἀποφασιστικῶς ὁ μπάρμπα-Κωνσταντός. Καλύτερα εἶναι νὰ καθίσω προσώρας νὰ ξεκουραστῶ, ὥσπου νὰ βγῇ τὸ φεγγάρι.
– Καὶ ὕστερα;
– Ὕστερα πηγαίνω μὲ τὸ φεγγάρι.
– Μὰ θὰ πᾷς;
– Θὰ πάω.
– Ξέρεις καλὰ τὸν δρόμο;
– Τί θὰ πεῖ… Μπορεῖ νὰ ἔχω χρόνια νὰ πάω, μὰ τὸν δρόμο τὸν θυμοῦμαι… Κι ἔπειτα, ἂν ἔρθῃ κανένας ἀπὸ τοὺς ξωμερίτες φίλους μου…
– Ἔ!
– Θὰ τὸν παρακαλέσω νὰ μὲ πάῃ λίγο παραπάνω, εἶπεν ὁ μπάρμπα-Κωναταντός.
Σελ. 12345678910111213141516171819202122232425262728293031323334353637383940414243444546474849505152535455565758596061