Ἔξω, ὑπὸ τὸ φέγγος τῆς σελήνης, δεξιόθεν τοῦ ναΐσκου, ἔβρεμε γενναῖον πῦρ, καὶ ὁ μπάρμπα-Δημήτρης ὁ Καμπογιάννης, ὁ ἐκ τῶν πλησιοχώρων τῆς πολίχνης ἐλθὼν ποιμήν, εἶχεν ὀβελίσει ἤδη ἕναν ἀμνὸν καὶ τὸν ἕψηνε. Δίπλα του, πρόθυμος διὰ νὰ τὸν βοηθῇ, ἐκάθητο, ἀκουμβῶν ἐπ᾿ αὐτοῦ τοῦ τοίχου τῆς ἐκκλησίας, ἀνθρωπίσκος τις ἐκ τῆς πόλεως, ὅστις δὲν εἶχεν ἐννοηθεῖ πότε καὶ πῶς εἶχεν ἔλθει ἐκεῖ, ὁ Γιάννης ὁ Μπουκώσης. Ἀνάμεσα εἰς τὴν πυρὰν καὶ εἰς τὸν τοῖχον, ὁ μπάρμπα-Δημήτρης ὁ Καμπογιάννης. μὲ τὴν κιτρίνην ζωνάραν, τὸ ξυραφισμένον γένιον καὶ τὸν ἀγκιστροειδῆ μύστακα, εἶχεν ἀφήσει τὸ μαχαίρι του μετὰ τοῦ θηκαρίου, καὶ ὁ Γιάννης ὁ Μπουκώσης, ἀπὸ πολλῆς ὥρας, δὲν εἶχε παύσει νὰ ρίπτῃ τὸ βλέμμα ἐναλλὰξ εἰς τὸ ροδοκοκκινίζον σφακτὸν καὶ εἰς τὸ μαχαίριον. Ἀντικρύ, παρὰ τὴν ρίζαν ἑνὸς σχοίνου, ἵστατο μεγάλη φλάσκα. Ἐκ τοῦ τρόπου μεθ᾿ οὗ ἵστατο ἀκουμβημένη εἰς τὸ κλαδίον τοῦ σχοίνου, ἐφαίνετο πλήρης οἴνου μοσχάτου καὶ μαύρου μεμιγμένου. Τὸ ροδοκοκκινίζον σφακτὸν ἔκνιζε καὶ ἔσιζεν εἰς τὸ πῦρ, ἡ φλάσκα ὡς ἄλλη κλώσσα καλοῦσα τοὺς νεοσσούς της ὑπὸ τὰς πτέρυγας, ἐφαίνετο καλοῦσα τοὺς βοσκοὺς εἰς εὐωχίαν ὑπὸ τοὺς ἀτμούς της, ἑτοίμη νὰ κλώξῃ καὶ νὰ φυσήσῃ εἰς τὴν ἐλαχίστην ἐπαφὴν τῆς χειρός, εἰς τὴν ἐλαχίστην προσέγγισιν τοῦ χείλους εἰς τὴν θηλήν της.