– Μὰ τώρα νύχτωσες… θὰ νυχτώσεις… εἶπεν ὁ Ἅϊ-Χαραλαμπίτης ὁ ἱερεύς. Πῶς θὰ πᾷς ἐκεῖ, ἔ; Εἶναι μιάμιση ὥρα δρόμος ἀκόμα… καὶ τὸ φεγγάρι θ᾿ ἀργήσει τρεῖς ὦρες νὰ βγῇ… σκοτάδι ἄσ᾿βος! [ἄβυσσος]
«Πῶς νὰ κάμω;» εἶπεν ὁ μπαρμπα-Κωνσταντός, ὅστις ἤρχισεν εὐθὺς νὰ ὀκνῇ καὶ νὰ διστάζῃ.
«Σκοτάδ᾿ ἄβ᾿σος», ἐπανέλαβεν ὁ παπα-Ἀζαρίας, «τὸ φεγγάρι θ᾿ ἀργήσει τρεῖς ὦρες… Πῶς θὰ πᾷς ὡς ἐκεῖ, μοναχός σου; Κακοστρατιά, κλεφτότοπος. θὰ πέσεις σὲ κανένα γκρεμνὸ νὰ κατασκοτωθεῖς».
«Τί μὲ συμβουλεύεις, γέροντα, νὰ κάμω;» τοῦ εἶπε ψοφοδεὴς ὁ μπάρμπα-Κωνσταντὸς ὁ πάρεδρος.
Σελ. 12345678910111213141516171819202122232425262728293031323334353637383940414243444546474849505152535455565758596061