Διὰ νὰ βεβαιωθῇ ἔτι μᾶλλον αὐτός, πείθων καὶ τοὺς ἄλλους, ὁ βοσκός, ἤρχισε νὰ φωνάζει: «Ἔ! Ἐδῶ εἴμαστε! Ποιὸς εἶναι;»

Ἀσθενὴς φωνὴ ἀπήντησεν. Ἀλλὰ δὲν διέκριναν τὰς λέξεις.

Ἀφοῦ προέβησαν ὀλίγα βήματα παρεμπρός, οἱ βοσκοὶ πάλιν ἐφώναξαν: «Ἔ! Ποιὸς εἶσαι; Ποῦ βρίσκεσαι;»

Ἡ φωνὴ εὐκρινέστερον ἀπήντησε:

– Δῶ εἶμαι!… Ἐλᾶτε παραδῶ… Καὶ ἡ φωνὴ ἐπνίγη εἰς στεναγμόν.

– Κάποιος θά ῾πεσε κι ἐγκρεμοτσακίσθη πουθενὰ μέσα στὸ ρέμα, ἐσκέφθη μεγαλοφώνως ὁ εἷς τῶν βοσκῶν.

Τῷ ὄντι, ὅταν ἤκουσαν τὸν μορμυρισμὸν τοῦ ὕδατος τοῦ μικροῦ χειμάρρου, ρέοντος διὰ μέσου βράχων καὶ ἀμμωδῶν χώρων ἐναλλὰξ εἰς τὸ βάθος τῆς κοιλάδος, κι ἐπλησίασαν εἰς τὴν ρίζαν ἑνὸς βράχου, εἶδον τὸ σῶμα ἀνθρώπου κειμένου ἐκεῖ, δίπλα εἰς τὸ ψιθυρίζον καὶ κατερχόμενον εἰς τὴν θάλασσαν ἑλικοειδὲς ρεῦμα. Ἦτο αὐτὸς ὁ κυρ-Κωνσταντός, ὁ τρίτος πάρεδρος. Τὸν ἀνεκίνησαν. Δὲν ἦτο βαρέως πληγωμένος, ἀλλ᾿ εἶχε βαρέσει εἰς τὴν ἀριστερὰν πλευράν, πεσὼν ἀπὸ ὕψος ἀνδρικοῦ ἀναστήματος, ἀπὸ τὸν βράχον. Περὶ ὥραν δεκάτην εὐρωπαϊστί, ἀφοῦ ἀνέτειλεν ἡ σελήνη, εἶχεν ἀναχωρήσει ἀπὸ τὸν Ἅγιον Χαράλαμπον, ὄχι τόσον διότι τὸ ἐπεθύμει, ὅσον διότι ὁ παπα-Ἀζαρίας, ὁ ὑποχρεωτικὸς καὶ πρόθυμος φίλος, ὅταν ἐπρόκειτο ν᾿ ἀποπέμψῃ ὀχληρόν, εἶχε παρακαλέσει ἕνα τῶν ἐλθόντων χωρικῶν, καὶ εἶχεν ἐπιμείνει, ἵνα συνοδεύσῃ οὖτος τὸν μπάρμπα-Κωνσταντόν, ἀπερχόμενον εἰς Ἅγιον Ἰωάννην ὅπου εἶχε δώσει ὑπόσχεσιν νὰ ὑπάγῃ.