– Εὐχαρίστως, εἶπεν ὁ μπάρμπα-Κωνσταντός.

– Τὲς διαβάζω ἐγὼ τὲς Πράξεις, ἐγόγγυσεν ὁ Γαβριήλ, ὅστις ἐζήλευεν ἅμα ἔβλεπεν ἔκτακτον βοηθὸν ἢ ψάλτην ἐν τῷ ναΐσκῳ.

– Ἐσύ, Γαβριήλ, θὰ κάμεις περισσότερα λάθη ἀπὸ ὅσες λέξεις εἶναι τυπωμένες μὲς στὸ βιβλίο. Μόνον νὰ μᾶς κάμεις δυὸ καλοὺς καφέδες, ἰδιορρυθμίτικους καὶ νὰ μᾶς τοὺς φέρεις ἀπὸ κεῖ. Ὁρίστε, κυρ-Κωνσταντό, νὰ περάσουμε στὸ κελλὶ τὸ ἄλλο.

Ἰδιόρρυθμα λέγονται τὰ μοναστήρια ὅσα δὲν εἶναι Κοινόβια, δὲν τηροῦσι δηλ. τὴν ἀρχαίαν αὐστηρὰν κοινοβιακὴν τάξιν.

Ὁ μπάρμπα-Κωνσταντὸς ἠγέρθη, ἔλαβε τὴν ράβδον του, τὸν τορβᾶν καὶ τὸ κυλίμι καὶ μετέβη εἰς τὸ κελίον τοῦ πατρὸς Ἀζαρία.

Οἱ τρεῖς νεαροὶ βοσκοί, κρατοῦντες τὰς λαμπάδας τῶν χαμηλὰ μὲ τὴν ἀριστεράν, περισκέποντες τὸ φῶς μὲ τὴν δεξιάν, ἀπὸ τῆς προσπνεούσης νυκτερινῆς αὔρας, ἐνῶ ἡ σελήνη, ὑψηλὰ ἀναπλέουσα τὸν οὐρανόν, εἶχε κρυφθεῖ εἰς σύννεφα, ἔτρεξαν πρῶτοι ἐμπρός, ὁ δὲ πρῶτος ἀναγγείλας τὴν εἴδησιν αἰπόλος ἤρχετο ὀπίσω. Κατέβησαν κάτω εἰς τὸ ρέμα, χωρὶς νὰ ἀκούσωσι φωνᾶς, καὶ ἤρχισαν νὰ ὑποπτεύωσιν, ὅτι ὁ πρῶτος βοσκὸς ἴσως εἶχεν «αὐτιασθεῖ» καὶ εἶχεν ἀκούσει φωνάς, μὴ ὑπάρχουσας πράγματι. Ἀλλ᾿ ὁ αἰπόλος διεμαρτύρετο, λέγων, ὅτι δὲν ἠπατήθη, καὶ ὅτι εἶχεν ἀκούσει εὐκρινῶς φωνὴν λέγουσαν: «Ποῦ εἴσαστε; Ποῦ εἴσαστε;»