Τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἠκούσθη ἡ φωνὴ τοῦ ἡγουμένου ἀπὸ τῆς θύρας τοῦ κελλίου:

– Ἄ! Ξυπνητὸς εἶσαι, κύριε πάρεδρε, ἔλεγεν ὁ πάπα-Ἀζαρίας. Κι ἐγὼ ἐνόμισα, ὅτι ὁ Γαβριὴλ ὁμιλοῦσε πάλι μοναχός του, καθὼς τὸ συνηθίζει. Καλὰ ποὺ ἔπιασε κουβέντα μὲ ἄνθρωπο.

– Χμ!… Γχ! ἔπνιξε τοὺς γογγυσμούς του μέσα του ὁ Γαβριήλ. Εἶτα, ψιθύρῳ τῇ φωνῇ, προσέθηκεν: «Εὐλόγησον, πατέρες!»

– Δὲν ἐκοιμήθηκα καθόλου, γέροντα, ἀπήντησεν ὁ μπάρμπα-Κωνσταντός, ὅστις πράγματι δὲν ἐνεθυμεῖτο ποσῶς ἂν εἶχε κοιμηθῆ ἢ ὄχι…

– Καὶ δὲν ἄκουσες τὸν Γαβριὴλ νὰ ὁμιλῇ μονάχος του…

– Δὲν τὸν ἄκουσα… Ἴσως νὰ ἔκλεψα ἕναν ὕπνο ἴσα μ᾿ ἕνα Πιστεύω.

– Περιμένω τοὺς βοσκούς· ὅπου εἶναι ἔφθασαν, εἶπεν ὁ Ἅϊ-Χαραλαμπίτης ἱερεύς. Ἅμα ἔλθουν, ἐγὼ ὁ ἴδιος θὰ ὑποχρεώσω ἕναν ἀπ᾿ αὐτοὺς νὰ σὲ συντροφέψει γι᾿ ἀπάνου…

– Εὐλόγησον, εἶπεν ὁ μπάρμπα-Κωνσταντός, ὅστις δὲν τὸ ἐπεθύμει διακαῶς μέσα του.

– Ὥσπου νὰ ἔλθουν, ἐπανέλαβεν ὁ πάπα-Ἀζαρίας, ἐπειδὴ συνηθίζω νὰ διαβάζω τὰς Πράξεις ἀποβραδίς, κατὰ τὸ παλαιὸν Τυπικόν, νὰ πάρουμε ἕναν καφέ, καὶ νὰ μὲ συντροφέψεις, ἂν ἀγαπᾷς εἰς τὴν ἐκκλησίαν, διὰ νὰ μὲ βοηθήσεις νὰ διαβάσουμε μαζὶ τὰς Πράξεις.