Τὴν στιγμὴν ἐκείνην ὁ μπάρμπα-Κωνσταντὸς ἔκαμε κίνησιν τινά, ἐμισοξύπνησε, κι ἐγύρισεν ἀπὸ τὸ ἄλλο πλευρόν.

– Χαλάλι νὰ τοῦ γίνῃ, ἐγόγγυσεν ὁ πάτερ-Γαβριήλ. Νυστασμένος μᾶς ἦλθεν ὁ ἄνθρωπος. Θέλω νὰ ξέρω, αὐτοί, κάτω στὸ χωριό, δὲν κοιμοῦνται τάχα, δὲν ἔχουν σπίτια, δὲν ἔχουν κάμαρες; Κινοῦν δυὸ ὧρες δρόμο κι ἔρχονται στὸν Ἅϊ-Χαράλαμπο γιὰ νὰ κοιμηθοῦν; Ταμάμ! Εὐλόγησον, πατέρας!…

Καὶ εἶτα ἔψαλε.

– «Δίδει τὸν οἶνον λιγοστόν…».

Ἀλλ᾿ ὁ μπάρμπα-Κωνσταντός, καίτοι στραφεὶς ἐπὶ τοῦ ἄλλου πλευροῦ, δὲν ἐπανεῦρεν τὸν ὕπνον, ἀλλ᾿ ἀνασηκωθεῖς ἐπὶ τοῦ ἀγκῶνος, ἐγύρισε βλέμμα πρὸς τὸν μοναχὸν καὶ τὸν ἠρώτησε:

– Τί ὥρα εἶναι, πάτερ;

-Τί ὥρα; Ὥρα ποὺ νύχτωσε… Ὥρα ποὺ φέγγουν τ᾿ ἀστέρια.

– Τὸ φεγγάρι δὲν βγῆκε ἀκόμα;

– Τί νὰ σὲ κάμει τὸ φεγγάρι, χριστιανέ μου;… Τὸ φεγγάρι δὲν κόβει μονέδα…

– Περιμένω νὰ βγῇ τὸ φεγγάρι γιὰ νὰ φύγω, καὶ γι᾿ αὐτὸ σ᾿ ἐρωτῶ, τοῦ εἶπεν ἡσύχως ὁ μπάρμπα-Κωνσταντός.

– Νὰ φύγεις; Γιὰ ποῦ, ἂν θέλει ὁ Θεός;

– Δὲν ἦρθαν ξωμερίτες ἀπ᾿ τὰ καλύβια;

– Μοῦ κάνουν τὴ χάρη νὰ μὴ ῾ρθοῦν, εἶπεν ὁ Γαβριήλ. Σοῦ φέρνουν ἕνα πρόσφορο καὶ σοῦ φαρμακώνουν μία κότα ὁλάκερη· σοῦ φέρνουν ὀλίγο νάμα, καὶ σοῦ ἀδειάζουν μία δαμιδζάνα σωστή…