Τὸ κελλίον ὅπου εἶχεν εἰσέλθει ὁ μπάρμπα-Κωνσταντός, ἦτο τὸ ἐν ἐκ τῶν δύο, ὅσα ἐκράτει ὁ ἡγούμενος, τὸν ὁποῖον ἐχρησίμευεν ἅμα ὡς προθάλαμος, ὡς μαγειρεῖον καὶ ὡς πρόχειρον «ἀρχονταρίκι». Μόλις εἶχεν ἀποκοιμηθεῖ ὁ γηραιὸς πάρεδρος καὶ εἰσῆλθεν ὁ ὑποτακτικὸς Γαβριήλ, μὲ ἄσπρον κιουλάρι, μὲ ζωστικὸν πάνινον, ξεθωριασμένον καὶ χωρὶς ράσον, κρατῶν λυχνίαν μὲ τὴν ἀριστεράν, καυσόξυλα καὶ χαμόκλαδα μὲ τὴν δεξιάν.

«Ἄλλος μουσαφίρης πάλε!» ἐγόγγυσεν, ἅμα εἶδε τὸν κυρ-Κωνσταντὸν κοιμώμενον. «Κουτσοὶ στραβοὶ στὸν Ἅϊ-Παντελεήμονα! Εὐλόγησον, πατέρες!»

Ἐκρέμασε τὸ λυχνάριον ἐπὶ τοῦ πτερυγίου τῆς ἑστίας, ἐγονάτισε καὶ ἤρχισε νὰ ξανάπτῃ τὴν φωτιάν, καὶ ἐξηκολούθησεν:

– Ἀπὸ ποὺ μὲ τὸ καλό, αὐτὸς πάλε! Ἂς εἶναι καλὰ οἱ χριστιανοί! Τὰ ποτήρια ξεπλύνετε, καὶ οἱ παῖδες ἂς κερνοῦν. Ζήτω ἡ κρασοκατάνυξις! Εὐλόγησον, πατέρες!

Ἔσκυψεν εἰς τὴν ἑστίαν καὶ ἤρχισε νὰ φυσᾶ διὰ φυσητῆρος ἐκ καλάμου. Εἶτα ἐπανέλαβεν:

– Ἔδωκας, ἡγούμενε, τῶν καλογήρων διακόνημα… Ἔψαλε τοῦτο εἰς ἦχον τέταρτον, μεθ᾿ ὅ, εἰς πεζὸν λόγον, προσέθηκε: Ποῦ τοὺς βρίσκει ὁ γέροντάς μου, καὶ τοὺς μαζώνει! Τρέχα, Γαβριήλ. Καφέδες, Γαβριήλ. Καὶ νὰ ἔφερναν τίποτα πρόσφορα τὸ ἐλάχιστο! Μὰ αὐτοὶ ἔρχονται μὲ ἄδεια τὰ χέρια. Τοῦ κελάρη ἔδωκας κλειδιὰ εἰς τὰ χέρια του (τοῦτο τὸ εἶπε ψαλτά· εἶτα χῦμα). Βάστα, γερο-Γαβριήλ. Σὰν εἶσ᾿ ἀββᾶς, βάστα!