Ἀφοῦ ὅμως ἐνεδύθη τὴν ἱερατικὴν στολὴν ὅλην, ἐξῆλθεν κι ἐχοροστάτησε κι ἔψαλεν ὁ ἴδιος ὅλον τὸν Κανόνα, ἔμελλε δὲ νὰ μεταβῇ εἰς τοὺς «Αἴνους» καὶ ν᾿ ἀρχίσῃ τὸν «Ἀσπασμόν», ὅταν εἶς τῶν βοσκῶν, ὅστις εἶχεν ἐξέλθει διὰ νὰ ἰδῇ πῶς εἶχον αἱ αἶγες του, ἐπανῆλθεν εἰς τὸν ναΐσκον καὶ ἀνήγγειλεν, ὅτι κάποιος φωνάζει βοήθειαν μέσα ἀπ᾿ τοῦ Χαιρημονᾶ τὸ ρέμα καὶ ὅτι εἶναι βαθιὰ κάτω καὶ δὲν τὸν εἶδε, μόνον τὴν φωνήν του ἤκουσεν.

Ὁ ἱερεὺς ἐστράφη:

– Τί τρέχει;

– Δὲν ξέρω τί νὰ εἶναι, εἶπεν ὁ βοσκός… Βαθιὰ κάτ᾿ χουϊάζει… Ποῦ εἴσαστε, ποῦ εἴσαστε; Νὰ πάρου μία λαμπάδα νὰ πάου νὰ ἰδῶ;