Ἐνταῦθα ἦλθεν εἰς τὸν πάπα-Ἀζαρίαν ὁ πειρασμὸς νὰ κρατήσῃ τὸν κυρ-Κωνσταντὸν εἰς τὸν Ἅγιον Χαράλαμπον, ἀφήνων τὸν πάπα-Διανέλλον ἄνευ βοηθοῦ διὰ νὰ τὸν ἐκδικηθῇ, διότι τοῦ ἀφήρεσε τοὺς πλείονας τῶν βοσκῶν του. Ἀλλὰ δὲν τὸ ἐχώρησεν ἡ συνείδησίς του, καὶ ἐντονότερον ἐξηκολούθησε:

– Τώρα, ὅπως καὶ νὰ τὸ κάμεις, ἄσχημα εἶναι… μὰ τὸ καλύτερο εἶναι νὰ τραβήξεις τὸ δρόμο σου νὰ πᾷς… Ἔδωκες τὸ λόγο σου… Εἶναι μεγάλη ἁμαρτία ν᾿ ἀφήσεις τὸν παπὰ χωρὶς βοηθό, τέτοια μεγάλη μέρα.

Ὁ μπάρμπα- Κωνσταντὸς δὲν ἀπέσπα τὸ βλέμμα ἀπὸ τὰς κυανᾶς καὶ κοκκίνας ὑάλους τῆς θυρίδος τοῦ ἱεροῦ Βήματος, ἥτις ἐφαίνετο προσελκύουσα αὐτὸν ὡς μαγνήτης, καὶ νοερῶς συνέκρινε τὴν σχετικὴν ἀνάπαυσιν, ἣν θὰ εἶχεν εἰς τὸν Ἅγιον Χαράλαμπσν, ὅπου θὰ εὕρισκε ζεστὸν κελίον, μὲ ἄφθονον πῦρ καὶ καφὲν πρὸ τῆς Ἀναστάσεως, μὲ γάλα καὶ αὐγὰ μετὰ τὴν λειτουργίαν, καὶ διπλοῦν θαλπερὸν καὶ ἀναπαυτικὸν ὕπνον πρὸ καὶ μετὰ τὴν ἀκολουθίαν, μὲ τὴν ἐρημίαν, μὲ τοὺς βράχους, τοὺς σχοίνους καὶ τὰς κομαρέας τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, ὅπου θὰ ὑπῆρχε μόνον ὕπαιθρον ἢ ἀνεπαρκὲς ὑπόστεγον καὶ πάρα πολλὴ δρόσος πρωιμοτέρα ἢ ὥστε νὰ εἶναι ἐπιθυμητή.