– Ποῦ σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο, κυρ-Κωνσταντέ; Σὰν τὰ χιόνια!

– Εὐλογεῖτε, πάτερ! Καὶ ὁ μπάρμπα-Κωνσταντός, ἀφοῦ ἔκαμε τὸν σταυρὸν τοῦ τρίς, ἀποβλέπων πρὸς τὸ ἱερὸν τοῦ ἁγίου Χαραλάμπους, ἤρχισεν, ἀσθμαίνων, νὰ διηγεῖται, πῶς ὁ πάπα-Διανέλλος ὁ Πρωτέκδικος ἐκλήθη ἀπὸ τοὺς βοσκοὺς καὶ ποιμένας νὰ κάμῃ Ἀνάστασιν καὶ νὰ λειτουργήσῃ ἐπάνω εἰς τὸν Ἅγιον Ἰωάννην τὸν Πρόδρομον, πῶς ἐκάλεσε καὶ αὐτόν, τὸν κυρ-Κωνσταντόν, νὰ ὑπάγῃ νὰ τὸν βοηθήσῃ, πῶς ὁ παπὰς εὐρίσκετο ἀπὸ τῆς πρωίας ὀπίσω, εἰς τὸν Ἅγιον Ἰωάννην, χωρὶς νὰ ἔχῃ ἄλλον βοηθὸν ἢ συλλειτουργόν, πῶς αὐτός, ὁ κυρ-Κωνσταντός, ἠργοπόρησε νὰ ἐκκινήσῃ, ἕνεκα τοῦ ὀναρίου του, τὸ ὁποῖον δὲν ἀντεῖχεν εἰς τὴν ὁδοιπορίαν, καὶ ἤθελε κάθε τόσο ἄλλαγμα βοσκῆς (καὶ ὁ Θεὸς δὲν εἶχε ρίξει τὸ ἔτος ἐκεῖνο ἀφθόνους βροχάς, ὥστε νὰ ὑπάρχῃ δαψίλεια βοσκῆς εἰς τὰ Λιβάδια), καὶ τέλος, πῶς ὁ κυρ-Κωνσταντὸς εὑρέθη εἰς τὴν ἀνάγκην ν᾿ ἀποφασίσῃ νὰ ὑπάγῃ πεζὸς ἐπάνω εἰς τὸν Ἅγιον Ἰωάννην, διὰ νὰ μὴ γελάσῃ τὸν παπάν, ἐπειδὴ εἶχε δοσμένον τὸν λόγον του νὰ ὑπάγῃ νὰ τὸν βοηθήσῃ.