Οὕτως εἶπε, καὶ οὕτως ἔκαμε. Καὶ ἤρχισε νὰ κόφτῃ δρόμον, μὲ ὅλα τὰ ἑξήκοντα ἔτη του, μὲ ὅλον τὸ δημογεροντικὸν καὶ προεστάδικον τῆς διαίτης καὶ τοῦ ἤθους του, τὸ βραχὺ ἀνάστημα, τὸ ὠχρόν, λεπτόδερμον καὶ καταπονημένον πρόσωπον, καὶ μεθ᾿ ὅλον τὸ κανονικόν, καίτοι παλαιὸν καὶ ἐφθαρμένον τῆς βράκας καὶ τοῦ φεσίου. Ἦτο παλαιὸς γεωργοκτηματίας, ἀπὸ οἰκογένειαν, μὲ ὅλα τὰ κτήματα τοῦ ἐνυπόθηκα, ἐκ τῶν ἁπλοϊκῶν ἐκείνων, τοὺς ὁποίους εὗρε λείαν εὔκολον καὶ καλὸν ἕρμαιον ἡ ἄπληστος καὶ ἰδιοτελὴς πανουργία τῶν παντοπωλῶν, μικρεμπόρων καὶ τοκιστῶν τῆς χθές, τῶν νεόπλουτων τῆς σήμερον, κατὰ πόλεις καὶ κώμας.
Ὁ μπάρμπα-Κωνσταντὸς ἀνέβη τὶς Βίγλες καὶ ἔφθασεν εἰς τοῦ Κ᾿φαντώνη τὸ Καλύβι, εἶτα κατέβη εἰς τὸ ρέμα, τὸ συνορεῦον πρὸς τὸ Λεχούνι, ὅπου εὑρίσκεται ὁ νερόμυλος τοῦ Δήμου τοῦ Βλάχου κι ἐκεῖθεν ἤρχισε ν᾿ ἀναβαίνῃ τὸν μικρὸν ἀνήφορον τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους.
Ὁ ἥλιος εἶχε δύσει, ὅταν ἔφθασεν εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ βουνοῦ, καὶ ἀντικρὺ τοῦ βραχώδους καὶ ἀποτόμου ὅρους, ὅπου κεῖται τὸ μικρὸν διαλυμένον μονύδριον. Ὁ πάπα-Ἀζαρίας, Σύγκελλος, ἡγούμενος τοῦ ἐρήμου ἀδελφότητος μοναστηρίου, οὐδὲν ἄλλο ἔχων πνευματικὸν ποίμνιον, εἰμὴ μίαν ὑπέργηρον καλογραίαν ἐνενηκοντούτιν καὶ ἕνα ἄχρηστον ὑποτακτικόν, ἡλικιωμένον, ναυαγὸν τοῦ κόσμου καὶ ἀπόχηρον, εἶχεν ἐξέλθει εἰς τὰ πρόθυρα τῆς μονῆς, κι ἔβλεπε τὰς τελευταίας ἀκτίνας τοῦ ἡλίου ἐπιχρυσούσας διὰ τίνας στιγμᾶς ἀκόμη τὰς κορυφᾶς τῶν ἀνατολικῶν ἀπέναντι ὀρέων, ὅταν εἶχε τὸν μπάρμπα-Κωνσταντὸν νὰ προκύψῃ ὄπισθεν τῆς τελευταίας αἵμασιας, τῆς χαραττούσης ἑκατέρωθεν τὸν δρόμον.
Σελ. 123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142