Ἔκαμε τὸν σταυρόν του κι ἐξεκίνησεν. Ἀλλὰ δὲν ἤργησε νὰ καταλάβῃ, ὅτι τὸ ζωντόβολον, ἕνεκα τοῦ γήρατος καὶ τῆς μετρίας τροφῆς, τὴν ὁποίαν εἶχε λάβει, δὲν θὰ ἀντεῖχε καλῶς εἰς τὴν μακρὰν ὁδοιπορίαν, καὶ ὅτι θὰ ἦτο ἱκανὸν νὰ «μαραζώσει» τὸν ἀναβάτην. Ἅμα ἔφθασεν εἰς τὸν ἐπάνω Ἅϊ-Γιαννάκην, οὐ μακρὰν της πόλεως, κατέβη καὶ ἀπεφάσισε νὰ ὁδηγῇ τὸ ὀνάριον, πεζὸς βαίνων. Ἀλλὰ καὶ πάλιν τὸ ζῶον δὲν ἐβάδιζε καλῶς, μὲ ὅλους τοὺς κτύπους ὅσους τοῦ κατέφερε μὲ μίαν λεπτὴν βέργαν εἰς τὰ ὀπίσω του. Ἀπεφάσισε λοιπὸν ν᾿ ἀπαλλαγῇ τῆς συντροφιᾶς, ἥτις θὰ ἦτο μᾶλλον βάρος ἢ βοήθεια εἰς αὐτόν, καὶ νὰ δέσῃ κάπου τὸ ζῶον, διὰ νὰ τὸ ἀφήσῃ νὰ βοσκήσῃ. Ἐζήτησε μέρος κατάλληλον διὰ νὰ τὸ δέσῃ, ἀλλὰ δὲν εὖρεν εἰς τὸν ἐπάνω Ἅϊ-Γιαννάκην πλουσίαν βοσκήν. Κατέβη ὀπίσω εἰς τὸν κάτω Ἅϊ-Γιαννάκην ἀλλὰ ἀφοῦ κι ἐκεῖ δὲν εὖρεν ἱκανὸν χόρτον, διηυθύνθη ἀπώτερον κάπου, εἰς τὴν θέσιν Ἔρμο Χωριό, κι ἐκεῖ ἔδεσε τέλος τὸ ζῶον εἰς τὴν ρίζαν ἀγρίου δένδρου, ἐντὸς ἀσπάρτου ἀγροῦ, καὶ πλησίον ἑνὸς φράκτου. Αὐτὸς δὲ ἐφορτώθη εἰς τὸν ὦμον τὸν τορβᾶν καὶ τὸ κυλίμιον, ἔβαλε ὄπισθέν του εἰς τὴν μέσην μικρὸν κλαδευτήρι καὶ κρατῶν τὴν λεπτὴν ράβδον του, ἐξεκίνησε πεζός. Εἶχε χασομερήσῃ σωστὴν μίαν ὥραν εἰς ὅλας αὐτὰς τὰς φροντίδας.

– Τώρα, εἶπε μέσα του, εἶναι καιρὸς νὰ τὸ βάλω στὰ πόδια, διὰ νὰ μὴ νυχτώσω (καὶ πάλιν θὰ νυχτώσω), ἐκτὸς ἐὰν ἀπομείνω· ἀλλὰ ν᾿ ἀπομείνω δὲν πρέπει, γιατί ἔδωκα ὑπόσχεσιν τοῦ παπᾶ.