Ὁ ἱερεὺς ἐστράφη:

– Τί τρέχει;

– Δὲν ξέρω τί νὰ εἶναι, εἶπεν ὁ βοσκός… Βαθιὰ κάτ᾿ χουϊάζει… Ποῦ εἴσαστε, ποῦ εἴσαστε; Νὰ πάρου μία λαμπάδα νὰ πάου νὰ ἰδῶ;

– Νὰ πᾷς.

Δυὸ ἢ τρεῖς ἄλλοι νεαροὶ βοσκοὶ καὶ ποιμένες ἔλαβον ἀμέσως τὰς λαμπάδας των κι ἔτρεξαν ἔξω.

Ἀφοῦ ἔφερε γύρο ὅλην τὴν ἡμέραν τοῦ Μεγάλου Σαββάτου ὁ κυρ-Κωνσταντὸς ὁ Ζμαροχάφτης, τρίτος πάρεδρος κ.τ.λ., ἐπιτέλους, ὡς δυὸ ὥρας πρὸ τῆς δύσεως τοῦ ἡλίου, ἀπεφάσισε νὰ ἐξέλθῃ εἰς τὰ Λιβάδια, ἔξω τῆς πόλεως, ὅπου εἶχε δεμένον τὸ ὀνάριόν του, διὰ νὰ τὸ λύσῃ, ὅπως φορτώσῃ ἐπ᾿ αὐτοῦ τὴν μικρὰν ἀποσκευήν του καὶ ἐκκινήσῃ διὰ τὸν Ἅγιον Ἰωάννην τὸν Πρόδρομον, καθ᾿ ἣν εἶχε δώσει ὑπόσχεσιν εἰς τὸν πάπα-Διανέλλον. Ἀλλὰ τότε μόνον ἐνόησεν, ὅτι εἶχε λησμονήσει ἀπὸ τὸ πρωὶ νὰ τὸ ἀλλάξῃ, ἤτοι νὰ τὸ μετατοπίσῃ εἰς ἄλλην βοσκήν, καὶ τὸ πτωχὸν τὸ ὀνάριον δὲν ἐφαίνετο πολὺ χορτάτον, ὅταν ὁ κύριός του τὸ ἔλυσεν. Ἐκ τοῦ τρόπου μεθ᾿ οὗ ἀνόρθωσε ἐλαφρῶς τὰ χαμηλωμένα αὐτιά του, τὸ ζῶον ἐφαίνετο νὰ ἐλπίζῃ, ὅτι ὁ ἀφέντης του θὰ τὸ μετέθετε τέλος εἰς ἄλλην βοσκήν, ἀλλ᾿ ὁ μπάρμπα-Κωνσταντὸς τὸ ὁδήγησεν εἰς τὴν οἰκίαν του, ὅπου ἐφόρτωσεν ἐπάνω του ἕνα πενιχρὸν τορβᾶν περικλείοντα τρόφιμα, ἐπέστρωσεν ἐπὶ τοῦ σάγματος παλαιὸν ξεθωριασμένον κυλίμιον, καὶ ἀναβὰς ὁ ἴδιος ἐκάθισε μονόπλευρα ἐπ᾿ αὐτοῦ.