«Ψάλε, γερό-Φιλιππῆ». Ἀλλὰ τοῦ γερο-Φιλιππῆ δὲν ἐγύριζεν ἡ γλώσσα του νὰ εἴπῃ «Καθαρθῶμεν τὰς αἰσθήσεις».

Τότε ἡ θεία τὸ Μαθηνὼ ἤρχισε σιγὰ σιγὰ νὰ ψάλλῃ: «Καθαρθῶμεν τὰς αἰσθήσεις καὶ ὀψόμεθα τῷ ἀπροσίτῳ φωτὶ τῆς Ἀναστάσεως…» Εἶναι ἀληθές, ὅτι ἡ ἀκριβὴς προφορὰ εἰς τὸ στόμα της ἦτο: «Καθαρθῶμεν τὰς ἠσθήσεις κὴ οὐψόμεθα…».

«Αὐτὸ τὸ εἴπαμε, βλοημένη», ἔκραξεν ὁ ἱερεὺς ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ Βήματος. «Δεῦτε πόμα πίωμεν καινόν, εἶναι τώρα».

«Ἄ! Ναί», ἔκαμεν ἡ θεια-Μαθηνὼ καὶ ἤρχισεν: «Δεῦτε πόμα πίουμιν κηνόν…»

Ἀλλ᾿ ὁ ἱερεύς, ὅστις ἐξηκολούθει νὰ ἐνδύεται, ἐνόησεν, ὅτι ἢ τὴν προσκομιδὴν ἔπρεπε ν᾿ ἀναβάλῃ, ἢ τὴν ἀκολουθίαν νὰ διακόψῃ.

Καὶ ταῦτα μὲν ἐπεδέχοντο οἰκονομίαν, ἀλλὰ δὲν ἔβλεπε πῶς θὰ τὰ ἐκατάφερναν εἰς τὴν λειτουργίαν.

Ἐφόρει ἓν ἕκαστον τῶν ἀμφίων κι ἐψιθύριζε τὰ διατεταγμένα λόγια: «Ἀγαλλιάσεται ἡ ψυχή μου ἐπὶ τῷ Κυρίῳ· ἐνέδυσε γάρ με ἱμάτιον σωτηρίου καὶ χιτῶνα εὐφροσύνης περιέβαλέ με. Ὡς νυμφίον περιέβαλέ με μίτραν, καὶ ὡς νύμφην κατεκόσμησέ με κόσμῳ».

Εἶτα ἤρχιζε νὰ ψάλλῃ τὰ τροπάρια τοῦ Κανόνος.