«Τώρα, τί νὰ κάμουμε; Ὁρίστε, σοῦ ὑπόσχονται σίγουρα μιὰ δουλειά, κι ὑστέρα σ᾿ ἀφήνουν μὲς στὴ μέση! Ἀνθρώπους καὶ κτήνη σώσεις, Κύριε!»
Ἤλπιζεν ἐντούτοις ἀκόμη ὅτι ὁ μπάρμπα-Κωνσταντὸς θὰ ἤρχετο. Ἀργοστόλιστος ἦτο πάντοτε, τὸν ἤξευρεν. Ἀλλὰ τώρα ἦτο σκοτεινὴ ἀκόμη νὺξ καὶ μόνον τὰ ἄστρα ἔλαμπαν ἄνω. Ὀλίγῳ ὕστερα ἀνέτειλεν ἡ σελήνη, καὶ τότε ἐλπὶς ἦτο νὰ ἔλθῃ.
Παρῆλθον δύο ὧραι καὶ ἡ σελήνη ἀνέτειλε κολοβὴ ἀπὸ τὸ σκοτεινὸν βουνὸν ἄνω, ἀνερχομένη βραδέως εἰς τὸ στερέωμα, καὶ αἱ τάξεις τῶν ἄστρων ἠραιώθησαν ἐπ᾿ ἄπειρον καὶ ὅλα σχεδὸν ἠμαυρώθησαν εἰς τὴν διάβασίν της. Παρῆλθεν ἀκόμη μία ὥρα. Ὁ μπάρμπα-Κωνσταντὸς δὲν ἐφάνη.
Σελ. 12345678910111213141516171819202122232425262728293031323334353637383940414243444546474849505152535455565758596061