«Τὰ ξέρω ἐγὼ ἀπὸ ὄξου τὰ πλιότερα τὰ γράμματα, παπά», τοῦ ἔλεγεν ἡ θεία τὸ Μαθηνώ, διὰ νὰ τοῦ δώσῃ θάρρος. «Τὰ κανοναρχῶ κειδὰ στ᾿ αὐτὶ τοῦ γερό-Φιλιππῆ, κι ὁ γερο-Φιλιππῆς, ὁποὖν᾿ θεοφοβούμενος ἄνθρωπος θὰ τὰ λέῃ κειδὰ ὅπως ὅπως…».

«Νὰ δὰ ἡ ὥρα νὰ σὲ κάμουμε καὶ ψάλτη, Μαθηνώ!» ἀπήντησε γελάσας ὁ ἱερεύς.

«Ψάλτης δὲν θὰ γίνω, μόνε κανονάρχος. Μοναχοί μας θά ῾μαστε… Κανένας γραμματισμένος δὲν εἶναι γιὰ νὰ μᾶς γελάσῃ… Ἡ ἁγιοσύνη σ᾿ βρίσκεις τὸν ἦχο τοῦ μπάρμπα-Φιλιππῆ, κι ἐγὼ τοῦ λέω τὰ λόγια ὅσα θυμοῦμαι. Νά ῾ξερα ἀπὸ μέσα ἀπ᾿ τὸ χαρτὶ νὰ διαβάσω, θαρρῶ πὼς δὲν θὰ ἦτον ἁμαρτία νὰ ψάλω καὶ μοναχή μου».

Ὠστόσον ἐπλησίαζε μεσονύκτιον, καὶ δὲν ἦτον ἐλπὶς νὰ ἔλθῃ πλέον ὁ μπάρμπα-Κωνσταντός, ὁ τρίτος πάρεδρος. Ὁ ἱερεὺς δὲν ἀπεφάσισε νὰ ἐξυπνήσῃ κανένα ἐκ τῶν βοσκῶν καὶ νὰ τὸν στείλῃ εἰς τὴν πόλιν, ὡς ἐσκέφθη κατ᾿ ἀρχάς, διότι ἐλογάριασεν ὅτι τόσον ὀλίγαι ὧραι ἔμενον ἕως νὰ ξημερώσῃ, ὥστε μέχρις οὗ ὑπάγῃ ὁ ἀποσταλησόμενος εἰς τὴν πάλιν, ζητήσῃ καὶ κατορθώσῃ νὰ εὕρῃ ψάλτην, ἐωσότου πείσῃ καὶ φέρῃ αὐτὸν καὶ φθάσωσιν ὁμοῦ εἰς τὸν Ἅγιον Ἰωάννην, θὰ ἦτο ἀκριβῶς δυὸ ὧρες ἡμέρα… καὶ ἡ Ἀνάστασις ἐπρόκειτο νὰ γίνῃ τὰ μεσάνυκτα, ἢ καὶ βραδύτερόν τι.