«Ἡμεῖς τρῶμε, κορίτσια· νὰ ἔχουν τάχα κι οἱ φτωχοὶ νὰ φᾶνε;»

«Τρῶν᾿ οἱ πεθαμένοι, Θεία-Μαθηνώ;» εἶπε τὸ Ἀγλαώ, ἡ δωδεκαέτις παιδίσκη τοῦ ἱερέως.

«Οἱ πεθαμένοι τρῶνε κόλλυβα, ἐγὼ τὸ ξέρω», προσέθηκε τὸ Καλλιοπώ, ἡ δεκαέτις μικρὰ ἀδελφή της, «καὶ γι᾿ αὐτὸ ἐμεῖς στὸ σπίτι, ὅσα κόλλυβα μᾶς φέρνουνε ὅλα τὰ μοιράζουμε στοὺς φτωχοὺς καὶ στὰ παιδιὰ τὰ γειτονοπούλα, γιὰ νὰ ἔχῃ ἡ μάνα μας, ἡ φτωχή, νὰ φάῃ στὸν ἄλλο κόσμο…».

«Σιωπή, Καλλιοπώ!» εἶπεν ὁ ἱερεύς, θέλων νὰ κρύψῃ τὴν συγκίνησίν του.

Πρὸ δώδεκα καὶ πλέον ἐτῶν, ὁ πάπα-Διανέλλος ἔσχε φίλον τινὰ ἑλληνοδιδάσκαλον, χρηστὸν ἄνδρα, ἀλλ᾿ ὅστις εἶχεν ἀδυναμίαν εἰς τὰ ἑλληνικὰ ὀνόματα. Εἶχε γίνει σύντεκνος τοῦ ἱερέως, καὶ βαπτίσας τὰς δυὸ τελευταίας κόρας του εἶχε δώσει αὐταῖς ἀρχαιοπρεπῆ ὀνόματα, τὰ ὁποία, ὅμως, ἐπειδὴ εὑρέθησαν ἐπὶ οὐδετέρου ἐδάφους, ἐξουδετερώθησαν, ὡς εἰκός, καὶ αὐτά.