«Ἀλήθεια εἶναι, βλογημένη», ἀπήντησε ὁ ἱερεύς. «Ἀλλὰ τώρα εἶναι… γιὰ ὅσους θέλουν νὰ τὰ πιστεύουν αὐτά».

«Καὶ ὅσοι δὲν τὰ πιστεύουν;»

«Θὰ πᾶνε στὴν Κόλαση, τὸ ξέρω ἐγώ», εἶπε τὸ Καλλιοπώ.

«Μὰ σὰν εἶν᾿ ἀλήθεια, παπά, γιατί ὁ ἄγγελος Κυρίου δὲ σήκωνε μία καὶ καλὴ τὸ μάγγανο, νὰ ξελευθερώσῃ τὸν ἄνθρωπο;» εἶπεν ἡ Ἀννούδα, μία τῶν γυναικῶν.

«Γιατί ὁ σκοπὸς δὲν ἦτον νὰ δειχθῇ ἡ παντοδυναμία τοῦ θεοῦ, ὁποῦ εἶναι ἀποδεδειγμένη δι᾿ ἀπείρων θαυμάτων», ἀπήντησεν ὁ ἱερεύς, «ἀλλὰ νὰ φανερωθῇ μόνον ἡ δύναμις τῶν μνημοσύνων καὶ τῶν διὰ τοὺς νεκροὺς προσφορῶν, καὶ ὅτι τίποτε, τὸ ὁποῖον θυσιάζει ὁ ἄνθρωπος, τίποτε, τὸ ὁποῖον προσφέρει εἰς τὸν Θεόν, εἰς τοὺς πτωχούς, καμμία καλὴ πράξις, καμμία ἀρετή, καμμία ὑπομονή, κανὲν μαρτύριον, κανὲν δάκρυ, τίποτε δὲν χάνεται. Ὅλα σπείρονται εἰς γῆν ἀγαθήν, ὡς ὁ κόκκος τοῦ σίτου, εἶπεν ὁ Κύριος, ὅπου ἂν πέσῃ εἰς τὴν γῆν καὶ ἀποθάνῃ – καὶ τοιαῦτα εἶναι τὰ κόλλυβα, τοιοῦτοι καὶ οἱ νεκροὶ – πολὺν καρπὸν φέρει. Οἱ σπείροντες ἐν δάκρυσι, ἐν ἀγαλλιάσει θεριοῦσιν. Κεῖνοι ποὺ σπείρουν μὲ δάκρυα, μὲ χαρὰν καὶ ἀγαλλίασιν θὰ θερίσουν».