«Ἄχ! Ἀλίμονο… Ἀνθρώπους καὶ κτήνη σώσεις, Κύριε!»
«Δὲν τσάκισε κανεὶς τὸ ποδαράκι του!» ἔκραξεν ἀπαντῶσα ἔξωθεν εἰς τὸν στεναγμὸν τοῦ ἱερέως ἡ Θεία-Σειραϊνώ, ἡ ἀληθὴς σημαιοφόρος τῶν ἐξοχικῶν λειτουργιῶν καὶ τῶν πανηγύρεων.
«Ἀνθρώπους καὶ κτήνη σώσεις!» ἐψιθύρισε πάλιν ὁ ἱερεύς.
Εἶχε παρέλθει ἤδη ἡ μεσημβρία καὶ ὁ ἱερεὺς μετὰ τοῦ μικροῦ ποιμνίου ἐκάθισαν νὰ γευματίσωσιν εἰς τὴν ἱερὰν ἐλαίαν, ἐν τῷ περιβόλῳ τοῦ ναΐσκου, ἐγγὺς τοῦ παμπάλαιου ἐκείνου λιθόκτιστου κιβουρίου, τὸ ὁποῖον κατ᾿ ἄλλους ἦτο στέρνα ὕδατος καὶ κατ᾿ ἄλλους κοιμητήριον ἢ ὀστεοθήκη. Ἡ θειὰ τὸ Μαθηνώ, γηραιὰ εὐλαβὴς κατὰ τοὺς μέν, ψευτομετάνισσα κατὰ τοὺς δέ, ἐνάρετος γυνή, ἀποβλέψασα πρὸς τὸ κτίριον τοῦτο μετὰ στεναγμοῦ εἶπεν:
Σελ. 12345678910111213141516171819202122232425262728293031323334353637383940414243444546474849505152535455565758596061