«Σιωπή, Καλλιοπώ!» εἶπεν ὁ ἱερεύς, θέλων νὰ κρύψῃ τὴν συγκίνησίν του.

Πρὸ δώδεκα καὶ πλέον ἐτῶν, ὁ πάπα-Διανέλλος ἔσχε φίλον τινὰ ἑλληνοδιδάσκαλον, χρηστὸν ἄνδρα, ἀλλ᾿ ὅστις εἶχεν ἀδυναμίαν εἰς τὰ ἑλληνικὰ ὀνόματα. Εἶχε γίνει σύντεκνος τοῦ ἱερέως, καὶ βαπτίσας τὰς δυὸ τελευταίας κόρας του εἶχε δώσει αὐταῖς ἀρχαιοπρεπῆ ὀνόματα, τὰ ὁποία, ὅμως, ἐπειδὴ εὑρέθησαν ἐπὶ οὐδετέρου ἐδάφους, ἐξουδετερώθησαν, ὡς εἰκός, καὶ αὐτά.

«Τί! Ἔχει δίκιο τὸ κορίτσι, παπά», ἀνέκραξε ἡ θεία τὸ Μαθηνῶ, ἥτις ἐνεθυμήθη τότε τὰ «πεθαμένα της», τέσσαρα παιδιὰ καὶ τὸν ἄνδρα της, ὁποῦ εἶχε θάψει, μείνασα μὲ δυὸ θυγατέρας ὑπάνδρους, τὰς ὁποίας εἶχε στήριγμα ἀκόμη εἰς τὸν κόσμον. «Ἔχει δίκιο τὸ κορίτσι. Ὁ παπά-Θεόφιλος, ὁ μακαρίτης, ἡγούμενος τῆς Μεγαλόχαρης τῆς Εὐαγγελίστριας, τὸ ἴδιο μᾶς ἔλεγε γιὰ ἕναν, ποὺ τὸν εἶχε πλακώσει ὁ μάγγανος, ποὺ τὸν εἶχαν ὅλοι γιὰ πεθαμένον, ποὺ ἡ γυναίκα του τοῦ ἔκαμε τὰ τριήμερα καὶ τὰ νιάμερα, καὶ ἄγγελος Κυρίου ἔπαιρνε τὸ πιάτο μὲ τὰ κόλλυβα, καθὼς ἦταν σταυρωμένο μὲ τὶς σταφίδες καὶ μὲ τὰ ρόιδα, καὶ τὸ πήγαινε εἰς τὸν πλακωμένον κι ἔτρωγε, δὲν ξέρω πόσες μέρες, κι ἀνάσαινε ἀπὸ μία τρύπα τῆς γῆς, θαρρῶ, ὥσπου ὁ ἄνθρωπος δὲν ἀπέθανε, κι ἐσήκωσε τὸ μάγγανο, καὶ τὸν ξελευθέρωσε· δὲν εἶναι ἀλήθεια αὐτά, παπά;»