«Ἀρή, τί τὸν ἤθελες, ἀρή; Δὲν τὸν ἔπαιρνα, νὰ μοῦ χαρίζανε τὸν οὐρανὸ μὲ τ᾿ ἄστρα… Καλύτερα νὰ γινόμουν καλόγρια!»

Τὸ βέβαιον ἦτο, ὅτι ὁ Φταμηνίτης δὲν διέπρεπεν οὔτ᾿ ἐπὶ κάλλει, οὔτ᾿ ἐπὶ μεγέθει σώματος, ἀλλ᾿ ἀνεπλήρου τὰς ἐλλείψεις ταύτας δι᾿ εὐστροφίας σώματος καὶ πνεύματος, καὶ διὰ φαιδρότητος καὶ εὐθυμίας.

Ὁ παπᾶ-Κυριάκος προήδρευε τοῦ συμποσίου, ἔχων ἀπέναντι τοῦ τὴν παπαδιάν, βραχύσωμον, στρογγυλοπρόσωπον, μελαχρινήν, ἀγαθοτάτην, ἥτις ἐν ἀθωότητι ἐξεκόλαπτε σχεδὸν κατ᾿ ἔτος ἓν παπαδόπουλον, χωρὶς νὰ τὴν μέλει οὔτε διὰ παλληκαροβότανα, οὔτε διὰ στερφοβότανα, περὶ ἃ τυρβάζουσιν ἄλλαι γυναῖκες.

Δεξιόθεν τοῦ ἱερέως ἐκάθητο ὁ μπάρμπα-Μηλιός, προεστὼς ἅμα καὶ πρόθυμος θεράπων τῆς κοινότητος, ἠξεύρων νὰ ψήνει, ὡς οὐδεὶς ἄλλος, τὸ ἀρνί, λιανίζων μεθοδικότατα δι᾿ ὅλους, καὶ τρώγων ἅμα καὶ προπίνων.

Εἰς τὰς προπόσεις μάλιστα δὲν εἶχεν ἐφάμιλλον. Μετὰ τὴν σύντομον καὶ τυπικὴν τοῦ ἱερέως πρόποσιν, ἐγερθεὶς ὁ μπάρμπα-Μηλιός, κρατῶν τὴν τσότραν τὴν ἐπταόκαδον, ἤρχισε νὰ χαιρετίζῃ τοὺς πάντας καὶ ἕνα ἕκαστον ὡς ἑξῆς:

«Χριστὸς Ἀνέστη! Ἀληθινὸς ὁ Κύριος! Ζῇ καὶ βασιλεύει εἰς πάντας τοὺς αἰώνας!»