Υπό τις συνθήκες της τουρκο-τατάρικης κυριαρχίας και δεδομένης της παρακμής της χριστιανικής θρησκευτικής και πολιτιστικής ζωής διευρύνθηκε το φαινόμενο του εκταταρισμού και εκτουρκισμού του ελληνικού έθνους. Τα τατάρικα και τα τούρκικα είχαν γίνει επίσημες γλώσσες στην Κριμαία, περιορίζοντας τη χρήση της ελληνικής μόνο στα όρια των χριστιανικών κοινοτήτων. Αυτό προκάλεσε και την εμφάνιση δυο νέων εθνικών ομάδων: των Ουρούμων ή Έλληνο-Τάταρων, που μιλούν σε τουρανικές διαλέκτους, και τους Ρουμαίους ή Έλληνες, που μιλούν σε ελληνικές διαλέκτους.

Οι πολεμικές επιτυχίες και προσάρτηση νέων εδαφών στην Ρωσική αυτοκρατορία στο δεύτερο μισό του 18ου αι. είχαν συμβάλει στην αναζωπύρωση της πολιτικής αποικισμού των προσαρτημένων εδαφών. Τότε εμφανίστηκε η ιδέα της μετοίκησης των χριστιανών της Κριμαίας στη Ρωσία, η πραγματοποίηση της οποίας ονομάστηκε στη ρωσική ιστοριογραφία ως “σωτηρία των ορθόδοξων ομοθρήσκων από τον μουσουλμανικό ζυγό”.

Το 1771-1772 ο μητροπολίτης Ιγνάτιος απευθύνεται στη Σύνοδο και στην αυτοκράτειρα Αικατερίνη Β’ με αίτηση να χορηγηθεί στους χριστιανούς της Κριμαίας η ρωσική υπηκοότητα. Το σχέδιο όμως της μετοίκησης έγινε πραγματικότητα μόνο το 1778, όταν ξεκίνησε η προετοιμασία της από Ρώσους πράκτορες στην Κριμαία και οι μυστικές διαπραγματεύσεις με τον μητροπολίτη Ιγνάτιο και τον επικεφαλής των Αρμενίων Μάργο.