Στη διάρκεια του 14 αι. ο Καφφάς εξελίσσεται σε ένα από τα μεγαλύτερα εμπορικά κέντρα της περιοχής. Έκανε εμπόριο με την Εγγύς Ανατολή, το Βυζάντιο, τον Βόρειο Καύκασο, την Μόσχα, την Κίνα, την Περσία και τις ιταλικές πόλεις. Οι Έλληνες έμποροι κατείχαν μια σημαντική θέση στο εμπόριο των γενουάτικων αποικιών, ιδιαίτερα στις εξαγωγές σιταριού και άλλων αγροτικών προϊόντων στην Κωνσταντινούπολη και τις ιταλικές πόλεις. Επίσης έπαιρναν μέρος ως μεσίτες στο εμπόριο σκλάβων (Τσερκέσων, Αμπχάζιων, Σλάβων). Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού των αποικιών όμως αποτελούσαν οι Έλληνες τεχνίτες, σιτοπαραγωγοί και αμπελουργοί. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες των ταξιδιωτών του 14-15 αι. οι Έλληνες χριστιανοί της Σολδαίας και του Τσεμπάλο παρήγαγαν πολύ καλό κρασί, το οποίο εκτιμόταν πάρα πολύ στην Κριμαία.

Τον 14-15 αι. οι Έλληνες της Κριμαίας κρατούσαν στενές εμπορικές σχέσεις με τους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης και του Αρχιπελάγους, κάτι που ευνοούσε τη διατήρηση των παραδόσεων του βυζαντινού ελληνισμού. Άλλος παράγοντας συνένωσης του χριστιανικού πληθυσμού των αποικιών ήταν η Ορθόδοξη ελληνική εκκλησία, η οποία έπαιζε σημαντικό ρόλο στην εθνική ταύτιση των Ελλήνων. Μόνον στον Καφφά οι Έλληνες είχαν δυο μεγάλες εκκλησίες – του Αγίου Λαζάρου και της Αγίας Αικατερίνης.