Ὁ πρόλογος στὴν Καινὴ Διαθήκη ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Ἐλπήνωρ. Παραθέτω ἐδῶ, ἐπειδὴ τὸ Ἄμαζον συνήθως ἐμφανίζει μόνο ἕνα μέρος.
______________
ΑΝΟΙΓΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ
Ἡ Χριστιανοσύνη δὲν θεωρεῖ τὴν γλῶσσα τοῦ ἱεροῦ της βιβλίου ἱερὴ καθεαυτήν, ἰσχύουν ὅμως δύο παραδοχές.
Ἐφόσον πρόκειται γιὰ κείμενα ἰδιαίτερων φιλοσοφικῶν ἀξιώσεων, μεταφράζοντας δημιουργοῦμε πρωτότυπες μορφές, λιγώτερο ἢ περισσότερο νέα νοήματα. Ἡ δεύτερη παραδοχή, ἰσχυρὴ στὶς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, ὅσο στὶς Ρωμαιοκαθολικὲς καὶ Διαμαρτυρόμενες, εἶναι ἡ ἀναγνώριση τεράστιας σημασίας στὸν ὀργανισμὸ τῆς ἑλληνικῆς σκέψης, στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα ἀπὸ Ὁμήρου μέχρι τῶν ἡμερῶν μας.
Διαβάζοντας τὴν Βίβλο στὰ ἑλληνικά, τὴν Καινὴ ὅσο τὴν Παλαιὰ Διαθήκη (πρβλ. σχετικὰ ὅσα γράφω στοὺς Ἀρχαίους Ἕλληνες, Ἀθήνα 2012, σ. 12 κ.ἑ.), δημιουργοῦμε προϋποθέσεις βαθύτερης κατανόησης τῶν σημασιῶν τοῦ ἱεροῦ κειμένου, ἐνῶ ἀπὸ μόνη της ἡ ἐπαφὴ μὲ τὰ παλαιότερα ἑλληνικὰ ἐπιδρᾶ εὐεργετικὰ στὴν σημερινὴ μορφὴ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καὶ στὴν σκέψη μας ἐν γένει.
Πολλοὶ τρόποι ἀνάγνωσης εἶναι δυνατοί, ὅμως γιὰ νὰ ἀξιολογοῦνται οἱ δυνατότητες καὶ νὰ ἐπιλέγεται κατὰ περίπτωση ὁ πιὸ κατάλληλος τρόπος, χρειάζεται ἐκτὸς τῶν ἄλλων προσοχὴ σὲ μιὰ προϋπόθεση, τὴν ὁποία ἰδίως οἱ προτεσταντικὲς Ἐκκλησίες τείνουν νὰ ὑποτιμοῦν: κύρια προτεραιότητα δὲν ἔχει ποτέ ἡ Βίβλος, ἀλλὰ ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία συγκρότησε καὶ τὴν Βίβλο. Χωρὶς τὴν Ἐκκλησία ἢ πρὶν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἡ Βίβλος δὲν ὑπάρχει καὶ δὲν νοεῖται. Αὐτὸ ἴσως δυσαρεστεῖ τὴν προτεσταντικὴ ψυχή, ὅπου ἡ αὐθεντία τῆς Ἐκκλησίας βυθίζεται σὲ ὀδυνηρὲς μνῆμες ἀπὸ τὴν παποσύνη, ὅμως δὲν παύει νὰ εἶναι ἀκριβές.[1]
Ὁποιαδήποτε σχέση μὲ τὸ ἱερὸ κείμενο θεμελιώνεται στὴν ποιότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ὅπου πληροφορεῖται κανεὶς γιὰ τὴν ἴδια τὴν ὕπαρξη τῶν Γραφῶν. Ἡ ἀναφορά μας πρὸς ὅλα, μὲ πιὸ κρίσιμες καὶ πρωταρχικὲς τὶς προσωπικὲς ἢ ἐν δυνάμει προσωπικὲς σχέσεις, καθορίζει στὰ πλέον οὐσιώδη τὴν ποιότητα μὲ τὴν ὁποία προσεγγίζεται τὸ ἱερὸ κείμενο. Στὴν πρώτη ἐπιστολὴ τοῦ Ἰωάννη (4.20) ἡ κυριότητα αὐτὴ θεωρεῖται προφανής: ὁ μὴ ἀγαπῶν τὸν ἀδελφὸν ὃν ἑώρακε, τὸν Θεὸν ὃν οὐχ ἑώρακε πῶς δύναται ἀγαπᾶν; Παρομοίως γιὰ τὴν σπουδὴ τῆς Βίβλου — ἡ ποιότητα τοῦ προσωπικοῦ βίου καθορίζει τὴν ποιότητα τῆς σπουδῆς τοῦ κειμένου, πέρα ἀπὸ ὅσα δύναται νὰ συναγάγει ἀπὸ μόνη της μιὰ πειθαρχημένη εὐφυΐα.
Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο γίνεται ἀντιληπτὴ ἡ διαφορὰ μεταξὺ τοῦ κειμένου ποὺ ἡ Ἐκκλησία χωρὶς κἂν ἐπίσημες ἀνακηρύξεις χρησιμοποιεῖ ὡς αὐθεντικό, καὶ τῶν κειμένων τὰ ὁποῖα διάφοροι φιλόλογοι ζητοῦν νὰ ἑδραιώσουν ὑπὸ τὸν πομπώδη ὅρο τῆς ‘κριτικῆς’ ἔκδοσης, ὡς ἐὰν ἡ ζωὴ καὶ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ἦταν ἄκριτη. Φανερώνεται ἐκπληκτικὴ ἡ ἀκρισία τῶν ἴδιων τῶν ὑποτιθέμενων ‘κριτικῶν’ καὶ ‘φιλολόγων’, οἱ ὁποῖοι δὲν διερωτήθηκαν πόσο μπορεῖ νὰ ἁρμόζει στὴν μελέτη τῆς Βίβλου ὁ προερχόμενος ἀπὸ τὶς κλασικὲς σπουδὲς συγκεκριμμένος ὅρος καὶ τρόπος.
Στοὺς πλατωνικοὺς διαλόγους, γιὰ παράδειγμα, ἡ λεγόμενη κριτικὴ ἔκδοση, πάντοτε ὑπὸ τὴν προϋπόθεση πὼς ἡ ἔρευνα θὰ καταλήξει σὲ βέβαιο κείμενο, δύναται νὰ ἔχει προτεραιότητα, ἐφόσον μόνο κριτήριο ἀποτελεῖ ὁ Πλάτων. Ἂν ὅμως τὸ κριτήριο τῆς γνησιότητας βρίσκεται στὴν Ἐκκλησία, διότι ἡ ἴδια ἀποφάσισε ἀκόμη καὶ τὴν ταυτότητα τῶν συγγραφέων, μόνο ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ νὰ γνωρίζει ἀληθινὰ τὸ ἀκριβὲς κείμενο, μὲ διάκριση ποὺ ἁπλώνεται καὶ διαμορφώνεται στὴν ζωντανὴ παράδοση αἰώνων συλλογικῆς σκέψης καὶ συνείδησης. Δὲν ζημιώνει νὰ συμβουλευόμαστε ‘κριτικὲς’ ἐκδόσεις γιὰ νὰ σκεφτόμαστε πιθανὲς ἀποκλίσεις τοῦ νοήματος, ἐνδεχομένως καὶ ἐξίσου σημαντικές, ὅμως κατ’ ἀρχὴν ἔγκυρο εἶναι τὸ κείμενο ποὺ μοιραζόμαστε στὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.