Μὲ τὸν ἴ­διο τρό­πο γί­νε­ται ἀν­τι­λη­πτὴ ἡ δι­α­φο­ρὰ με­τα­ξὺ τοῦ κει­μέ­νου ποὺ ἡ Ἐκ­κλη­σία χω­ρὶς κἂν ἐ­πί­ση­μες ἀ­να­κη­ρύ­ξεις χρη­σι­μο­ποι­εῖ ὡς αὐ­θεν­τι­κό, καὶ τῶν κει­μέ­νων τὰ ὁποῖα δι­ά­φο­ροι φι­λό­λο­γοι ζη­τοῦν νὰ ἑδραι­ώσουν ὑπὸ τὸν πομ­πώ­δη ὅρο τῆς ‘κρι­τι­κῆς’ ἔκ­δο­σης, ὡς ἐὰν ἡ ζωὴ καὶ πα­ρά­δο­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἦ­ταν ἄ­κρι­τη. Φα­νε­ρώ­νε­ται ἐκ­πλη­κτι­κὴ ἡ ἀ­κρι­σία τῶν ἴ­δι­ων τῶν ὑ­πο­τι­θέ­με­νων ‘κρι­τι­κῶν’ καὶ ‘φι­λο­λό­γων’, οἱ ὁ­ποῖ­οι δὲν δι­ε­ρω­τή­θη­καν πό­σο μπο­ρεῖ νὰ ἁρ­μό­ζει στὴν με­λέ­τη τῆς Βί­βλου ὁ προ­ερ­χό­με­νος ἀπὸ τὶς κλα­σι­κὲς σπου­δὲς συγ­κε­κριμ­μέ­νος ὅ­ρος καὶ τρό­πος.

Στοὺς πλα­τω­νι­κοὺς δι­α­λό­γους, γιὰ πα­ρά­δει­γμα, ἡ λε­γό­με­νη κρι­τι­κὴ ἔκ­δο­ση, πάν­το­τε ὑπὸ τὴν προ­ϋ­πό­θε­ση πὼς ἡ ἔ­ρευ­να θὰ κα­τα­λή­ξει σὲ βέ­βαιο κεί­με­νο, δύ­να­ται νὰ ἔ­χει προ­τε­ραι­ό­τη­τα, ἐ­φό­σον μό­νο κρι­τή­ριο ἀ­πο­τε­λεῖ ὁ Πλά­των. Ἂν ὅ­μως τὸ κρι­τή­ριο τῆς γνη­σι­ό­τη­τας βρίσκεται στὴν Ἐκ­κλη­σία, δι­ό­τι ἡ ἴ­δια ἀ­πο­φά­σι­σε ἀ­κό­μη καὶ τὴν ταυ­τό­τη­τα τῶν συγ­γρα­φέ­ων, μό­νο ἡ Ἐκκλησία μπο­ρεῖ νὰ γνω­ρί­ζει ἀ­λη­θι­νὰ τὸ ἀ­κρι­βὲς κεί­με­νο, μὲ δι­ά­κρι­ση ποὺ ἁ­πλώ­νε­ται καὶ δι­α­μορ­φώ­νε­ται στὴν ζων­τα­νὴ πα­ρά­δο­ση αἰ­ώ­νων συλ­λο­γι­κῆς σκέ­ψης καὶ συ­νεί­δη­σης. Δὲν ζη­μι­ώ­νει νὰ συμ­βου­λευ­ό­μα­στε ‘κρι­τι­κὲς’ ἐκ­δό­σεις γιὰ νὰ σκε­φτό­μα­στε πι­θα­νὲς ἀ­πο­κλί­σεις τοῦ νο­ή­μα­τος, ἐν­δε­χο­μέ­νως καὶ ἐ­ξί­σου ση­μαν­τι­κές, ὅ­μως κατ’ ἀρ­χὴν ἔγ­κυ­ρο εἶ­ναι τὸ κεί­με­νο ποὺ μοι­ρα­ζό­μα­στε στὴν πα­ρά­δο­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.