Διαβάζοντας τὴν Βίβλο στὰ ἑλληνικά, τὴν Καινὴ ὅσο τὴν Παλαιὰ Διαθήκη (πρβλ. σχετικὰ ὅσα γράφω στοὺς Ἀρχαίους Ἕλληνες, Ἀθήνα 2012, σ. 12 κ.ἑ.), δημιουργοῦμε προϋποθέσεις βαθύτερης κατανόησης τῶν σημασιῶν τοῦ ἱεροῦ κειμένου, ἐνῶ ἀπὸ μόνη της ἡ ἐπαφὴ μὲ τὰ παλαιότερα ἑλληνικὰ ἐπιδρᾶ εὐεργετικὰ στὴν σημερινὴ μορφὴ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καὶ στὴν σκέψη μας ἐν γένει.
Πολλοὶ τρόποι ἀνάγνωσης εἶναι δυνατοί, ὅμως γιὰ νὰ ἀξιολογοῦνται οἱ δυνατότητες καὶ νὰ ἐπιλέγεται κατὰ περίπτωση ὁ πιὸ κατάλληλος τρόπος, χρειάζεται ἐκτὸς τῶν ἄλλων προσοχὴ σὲ μιὰ προϋπόθεση, τὴν ὁποία ἰδίως οἱ προτεσταντικὲς Ἐκκλησίες τείνουν νὰ ὑποτιμοῦν: κύρια προτεραιότητα δὲν ἔχει ποτέ ἡ Βίβλος, ἀλλὰ ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία συγκρότησε καὶ τὴν Βίβλο. Χωρὶς τὴν Ἐκκλησία ἢ πρὶν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἡ Βίβλος δὲν ὑπάρχει καὶ δὲν νοεῖται. Αὐτὸ ἴσως δυσαρεστεῖ τὴν προτεσταντικὴ ψυχή, ὅπου ἡ αὐθεντία τῆς Ἐκκλησίας βυθίζεται σὲ ὀδυνηρὲς μνῆμες ἀπὸ τὴν παποσύνη, ὅμως δὲν παύει νὰ εἶναι ἀκριβές.[1]
Σελ. 1234567891011121314151617181920