Πολλοὶ τρόποι ἀνάγνωσης εἶναι δυνατοί, ὅμως γιὰ νὰ ἀξιολογοῦνται οἱ δυνατότητες καὶ νὰ ἐπιλέγεται κατὰ περίπτωση ὁ πιὸ κατάλληλος τρόπος, χρειάζεται ἐκτὸς τῶν ἄλλων προσοχὴ σὲ μιὰ προϋπόθεση, τὴν ὁποία ἰδίως οἱ προτεσταντικὲς Ἐκκλησίες τείνουν νὰ ὑποτιμοῦν: κύρια προτεραιότητα δὲν ἔχει ποτέ ἡ Βίβλος, ἀλλὰ ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία συγκρότησε καὶ τὴν Βίβλο. Χωρὶς τὴν Ἐκκλησία ἢ πρὶν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἡ Βίβλος δὲν ὑπάρχει καὶ δὲν νοεῖται. Αὐτὸ ἴσως δυσαρεστεῖ τὴν προτεσταντικὴ ψυχή, ὅπου ἡ αὐθεντία τῆς Ἐκκλησίας βυθίζεται σὲ ὀδυνηρὲς μνῆμες ἀπὸ τὴν παποσύνη, ὅμως δὲν παύει νὰ εἶναι ἀκριβές.[1]
Ὁποιαδήποτε σχέση μὲ τὸ ἱερὸ κείμενο θεμελιώνεται στὴν ποιότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ὅπου πληροφορεῖται κανεὶς γιὰ τὴν ἴδια τὴν ὕπαρξη τῶν Γραφῶν. Ἡ ἀναφορά μας πρὸς ὅλα, μὲ πιὸ κρίσιμες καὶ πρωταρχικὲς τὶς προσωπικὲς ἢ ἐν δυνάμει προσωπικὲς σχέσεις, καθορίζει στὰ πλέον οὐσιώδη τὴν ποιότητα μὲ τὴν ὁποία προσεγγίζεται τὸ ἱερὸ κείμενο. Στὴν πρώτη ἐπιστολὴ τοῦ Ἰωάννη (4.20) ἡ κυριότητα αὐτὴ θεωρεῖται προφανής: ὁ μὴ ἀγαπῶν τὸν ἀδελφὸν ὃν ἑώρακε, τὸν Θεὸν ὃν οὐχ ἑώρακε πῶς δύναται ἀγαπᾶν; Παρομοίως γιὰ τὴν σπουδὴ τῆς Βίβλου — ἡ ποιότητα τοῦ προσωπικοῦ βίου καθορίζει τὴν ποιότητα τῆς σπουδῆς τοῦ κειμένου, πέρα ἀπὸ ὅσα δύναται νὰ συναγάγει ἀπὸ μόνη της μιὰ πειθαρχημένη εὐφυΐα.