Ὅ­πως ὅ­ταν ἔ­χει ἀ­να­χω­ρή­σει ἀ­γα­πη­μέ­νο πρό­σω­πο καὶ προ­σπα­θοῦ­με νὰ με­γα­λώ­σου­με τὴν μνή­μη, νὰ συγ­κρα­τή­σου­με ὅσο γί­νε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρη ἀπὸ τὴν ὕ­παρ­ξή του, ἔτ­σι διαμορ­φώ­θη­κε ὁ Κα­νό­νας τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης, ὡς σῶ­μα κει­μέ­νων / μαρ­τυ­ρι­ῶν τῆς Πα­ρου­σί­ας τοῦ Χρι­στοῦ καὶ τοῦ βι­ώ­μα­τος τῶν πρώ­των Ἐκ­κλη­σι­ῶν. Δὲν πρό­κει­ται γιὰ ἐξ ἀ­πο­στά­σε­ως ἀ­να­πα­ρά­στα­ση κά­ποι­ου πα­ρελ­θόν­τος, ἀλ­λὰ γιὰ πλευ­ρὰ τῆς προ­σπά­θει­ας νὰ κρα­τη­θεῖ ἐ­πα­φὴ μὲ τὸν πιὸ οἰ­κεῖο χρό­νο μας, τὴν προ­ϋ­πό­θε­ση τῶν πνευ­μα­τι­κῶν μας γε­νε­θλί­ων.

Ἔ­χου­με τὴν Και­νὴ Δι­α­θή­κη ὅ­πως θη­σαυ­ρὸ προ­σω­πι­κῶν ἀ­να­μνή­σε­ων, βι­βλίο ἐ­νερ­γὸ ἀ­κό­μη κι ὅ­ταν πα­ρα­μέ­νει κλει­στό, ἐ­φό­σον πε­ρι­θάλ­πει τὴν συ­νεί­δη­σή μας ἔ­στω μό­νο διὰ τῆς ἐπιγνώσεως ὅτι ἐ­κεῖ σώ­ζε­ται δι­αρ­κῶς κά­τι τό­σο δι­κό Του, ὅσο τὰ λό­για Του, οἱ Μα­θη­τές Του, συ­ναι­σθή­μα­τα, σκέ­ψεις καὶ ἐ­πι­θυ­μί­ες Του. Δι­α­βά­ζον­τας δὲν πα­ρα­κο­λου­θοῦ­με ἀ­φη­γή­σεις ὡς μα­κρι­νοὶ θε­α­τές, ἀλ­λὰ πλη­σι­ά­ζου­με κον­τά Του — στὸν πιὸ δι­κό μας ἑ­αυ­τό, στὴν σχέ­ση ποὺ μᾶς ὁ­ρί­ζει μέ­σα σὲ καὶ πέ­ρα ἀπὸ κά­θε ἄλ­λη σχέ­ση.