Χρειάζεται προσοχή, μήν υἱοθετοῦνται ἄκριτα οἱ ‘κριτικὲς’ ἐκδόσεις, μὲ ἀφελῆ ἐμπιστοσύνη στὸν ἰσχυρισμὸ τῶν ἐπιμελητῶν τους, ὅτι δῆθεν παρέχουν ἀκριβέστερη ἐκδοχὴ τοῦ ἱεροῦ κειμένου — ἀκόμη κι ἂν καταλήξουν κάποτε σὲ ἕνα καὶ μόνο κείμενο. Οἱ ‘κριτικὲς’ ἐκδόσεις, ὅπως, ἐλπίζω, ἔγινε φανερό, δὲν ἔχουν κἂν προϋποθέσεις νὰ ἀποκτήσουν μεγαλύτερη αὐθεντία ἐν συγκρίσει μὲ τὸ πρωτότυπο κείμενο ποὺ διασώζουν οἱ ἑλληνόφωνες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες στὸν βίο τους καὶ ὄχι μέσα ἀπὸ εὐκαιριακὰ ἐργαστήρια. Ὅμως πέρα ἀπὸ κάθε αὐθεντία, ἂς φροντίζει κανεὶς περισσότερο γιὰ ὅ,τι λέει ὁ Παῦλος, γιὰ ὅσα ἐπιτρέπουν προσωπικὴ ἀνάκριση τῶν πραγμάτων (Α΄ Κορ. 2.15): κανενὸς κειμένου ἡ αὐθεντία δὲν συμφέρει νὰ ἀντικαθιστᾶ τὴν ζωντανὴ προσωπικὴ σκέψη.
Χωρὶς ζωντανὴ σκέψη ὅλα τὰ κείμενα γιὰ μᾶς θὰ εἶναι τὸ ἴδιο ἀνώφελα, διαφορετικὰ ἡ ἴδια ἡ σκέψη μας ἀποκαλύπτει ποῦ ὑπάρχει αὐθεντικότητα, χωρὶς ἀπαίτηση ἐξωτερικῶν ἐγγυήσεων. Καὶ πέρα ἀπὸ αὐτό, ἂς μή λησμονεῖται ὅτι σὲ ἰδανικὲς συνθῆκες ἡ Βίβλος οὔτε κἂν δὲν χρειάζεται: πῶς θὰ ὑπῆρχε χρόνος ἢ λόγος ἀνάγνωσης, ἂν κάποιος βρισκόταν πρόσωπο μὲ πρόσωπο κοντὰ στὸν Θεό; Ἀπὸ ἐδῶ συνάγεται μὲ ἀσφάλεια ἡ πιὸ θεμελιώδης προϋπόθεση τῆς σπουδῆς.