Γραμματικά, συντακτικὰ ἢ λεξιλογικὰ δὲν ἔχω ἐπέμβει στὸ κείμενο, ἀκολουθῶντας τὴν ἔκδοση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως (1904/12) καὶ τῶν ἑλληνόφωνων Ὀρθόδοξων Ἐκκλησιῶν, μὲ τὶς διορθώσεις ποὺ εἰσέφερε ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος,[1] ἀλλὰ εἶμαι ὑπεύθυνος γιὰ τὸν συγκεκριμμένο διαχωρισμὸ σὲ παραγράφους. Θὰ τὴν σεβόμουν, ἂν εἶχε ἐπικρατήσει κι ἐδῶ κάποια μορφή, ὅμως δὲν ἔχει, ἴσως διότι τὰ χειρόγραφα παραδίδουν κεφάλαια χωρὶς παραγράφους.
Ἂς σημειωθεῖ ἐπίσης ὅτι κύριος σκοπὸς τῆς ἔκδοσης αὐτῆς εἶναι ἡ προσωπικὴ ἀνάγνωση, γι’ αὐτὸ χρησιμοποιοῦνται σχετικῶς μεγάλα τυπογραφικὰ στοιχεῖα ἐν ἀντιθέσει μὲ ἐκδόσεις τσέπης, οἱ ὁποῖες διευκολύνουν τὴν χρήση σὲ λατρευτικὲς συνάξεις (τὸ ὁποῖο σπανίζει στὶς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες), ὅταν κανεὶς χρειάζεται νὰ διαβάζει ὄρθιος. Δὲν σημειώνονται μὲ διαφορετικὰ στοιχεῖα, μαῦρα, πλάγια ἢ ἀραιά, χωρία προερχόμενα ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, κλπ., ὥστε ὁ ἀναγνώστης νὰ μπορεῖ νὰ παρακολουθεῖ τὸ κείμενο χωρὶς περισπάσεις. Ἰδιαίτερα γιὰ τὴν περίπτωση σχετικὰ ἀβέβαιων περικοπῶν, ὁπότε ἡ ἔκδοση τοῦ 1904 χρησιμοποιεῖ μικρότερο μέγεθος στοιχείων, προτιμήθηκε ἐδῶ κανονικὸ μέγεθος. Ἂν κάτι εἶναι ἐξοβελιστέο, τίθεται σὲ ἀγκῦλες· δὲν ὑπάρχει λόγος περικοπὲς ποὺ ἐν τέλει ἔγιναν ἀποδεκτὲς καὶ ἐνσωματώθηκαν, νὰ συνοδεύονται ἀπὸ καχυποψία, ἰδίως ἐφόσον τὸ κείμενο δὲν προορίζεται γιὰ ἐργαστηριακὴ ἔρευνα.