Πρὸς τὸ παρόν, ἡ Καινὴ Διαθήκη τῶν Ὀρθόδοξων Ἐκκλησιῶν δὲν ἐξοβελίζει τὴν ὀργὴ πλήρως ἀπὸ τὸν ἀνθρώπινο βίο, ἐξοβελίζει μόνο τὸ παράλογο, κρατῶντας τὴν ὀργὴ ὡς ἔλλογη ὁρμή, ἰσχὺ μὲ τὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος ἀποστρέφεται τὸν σκοτεινό του ἑαυτό. Ἡ προτεινόμενη ἀπὸ τὴν ‘κριτικὴ’ ἔκδοση ἀφαίρεση ὁδηγεῖ στὸν ἄνθρωπο ποὺ δὲν ὀργίζεται ποτὲ γιὰ κανένα λόγο.

Εὔ­κο­λα κα­τα­λα­βαί­νου­με πό­σο ἀ­ταί­ρι­α­στο εἶ­ναι αὐ­τὸ ὄχι μό­νο γιὰ τὸν ἄν­θρω­πο, ἀλ­λὰ γιὰ τὸν ἴ­διο τὸν Θεό, ποὺ μπῆ­κε στὴ συ­να­γω­γὴ καὶ πέ­τα­ξε ὅλα τὰ τρα­πέ­ζια καὶ τὰ εἴ­δω­λα ἐδῶ κι ἐ­κεῖ, ὅ­πως ση­μει­ώ­νει ὁ Σά­λιν­τζερ στὸ δι­ή­γη­μα Φρά­νυ καὶ Ζούι, θυ­μί­ζον­τας ὅτι ὁ Χρι­στὸς τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης δὲν ἔ­χει καμ­μιά σχέ­ση μὲ δι­ά­φο­ρες γλυ­κα­νά­λα­τες φι­γοῦ­ρες τοῦ μο­νί­μως πρά­ου δι­δά­σκα­λου, ἀπ’ ὅ­που προ­ῆλ­θε ἡ ἀ­νά­λο­γη ἀ­πο­κρου­στι­κὴ πρα­ό­τη­τα τῶν ἱ­ε­ρέ­ων καὶ ἄλ­λων ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν ‘ἐ­πι­σή­μων’, γιὰ τοὺς ὁ­ποί­ους ὁ ἥ­ρω­ας στὸν Φύ­λα­κα στὴν Σί­κα­λη δι­καί­ως ἀ­πο­ρεῖ:

“Ὅ­σους πα­πά­δες γνώ­ρι­σα σ’ ὅλα τὰ σχο­λεῖα ποὺ πή­γαι­να, βά­ζα­νε μιὰ φω­νὴ Ὅ­σι­ου Ὀ­νού­φρι­ου κά­θε ποὺ μᾶς κά­να­νε κή­ρυ­γμα. Θε­ού­λη μου, πῶς τὸ σι­χαί­νο­μαι. Δὲ μπο­ρῶ νὰ κα­τα­λά­βω τί δι­ά­ο­λο τοὺς πι­ά­νει καὶ δὲ μι­λᾶ­νε μὲ τὴν κα­νο­νι­κή τους φω­νή. Φαί­νον­ται τό­σο κάλ­πη­δες ἅμα μι­λᾶ­νε.”